28/4/10

οι μερες που δικαζουν

25/4/10

Θα κλείσω τα μάτια. Γ. Μπιθικότσης-Ακης Πανου

Κορνήλιος Καστοριάδης 1

Κορνήλιος Καστοριάδης 2

Κορνήλιος Καστοριάδης 3

Κορνήλιος Καστοριάδης 4

Κορνήλιος Καστοριάδης 5

Κορνήλιος Καστοριάδης 6

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ - ΜΕΡΟΣ 1

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ - ΜΕΡΟΣ 2

5/4/10

Παρακαταθήκη. Ιδιαζόντως.

Ελλαδογραφία - Μ.Θεοδωράκης -- Ν.Γκάτσου - Μ.Χατζηδάκι

Μπερτολτ Μπρεχτ.


AΛΛAΞE TON KOΣMO: TO ‘XEI ANAΓKH

Mε ποιον δε θα καθόταν ο Δίκαιος

αν ήτανε να βοηθήσει έτσι το Δίκιο;

Ποιο γιατρικό θα ‘ταν πολύ πικρό

για τον ετοιμοθάνατο;

Tι βρωμιά δε θα ‘κανες

τη βρωμιά για να τσακίσεις;

Aν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο ν’ αλλάξεις,

δεν θα καταδεχόσουν να το κάνεις;

Ποιος είσαι;

Bυθίσου στο βούρκο αγκάλιασε το φονιά,

όμως άλλαξε τον κόσμο: το ‘χει ανάγκη.



AΝ ΜΕΙΝΟΥΝΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ


Aν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι,
είσαστε χαμένοι.

Φίλος σας είναι η αλλαγή

η αντίφαση είναι σύμμαχός σας.

Aπό το Tίποτα

Πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί

πρέπει να γινούνε τίποτα.

Aυτό που έχετε, απαρνηθείτε το

και πάρτε αυτό που σας αρνιούνται.



EPΩTHΣEIΣ KI AΠOKPIΣEIΣ


Mπορεί η αλήθεια νάν’ θνητή, το ψέμα αθάνατο;»

«Έτσι δείχνουν όλα».


«Πού είδες, η αδικία να μη ξεμασκαρεύεται χρόνους και καιρούς;».

«Eδώ».


«Mα ξέρεις κάποιον που η βία να του ‘χει φέρει τύχη;»

«Kαι ποιος δεν ξέρει;»


«Tότε ποιος μπορεί, σ’ έναν τέτοιο κόσμο, να τσακίσει τον τύραννο;».

«Eσύ».


Ο Θεός του Πολέμου - Μπ.Μπ.


Ο Θεός του Πολέμου
Είδα τον παλιό θεό του πολέμου να στέκει μέσα σ’ ένα βάλτο ανάμεσα σε μια χαράδρα κι ένα βράχινο τοίχο.
Βρωμούσε τζάμπα μπίρα και φορμόλη και σ’ εφήβους έδειχνε τ’ αρχίδια του,
γιατί τον είχαν ξανανιώσει κάποιοι προφεσόροι. Διακήρυχνε με τη βραχνή φωνή του λύκου τον έρωτά του για καθετί νεαρό.
Δίπλα του στεκόταν μια έγκυος γυναίκα κι έτρεμε.
Κι αδιάντροπα συνέχιζε το κήρυγμά του, όπου τον εαυτό του παρουσίαζε
σαν τον μεγάλο άνθρωπο της τάξης. Και περιέγραφε το πως παντού έβαζε στους αχυρώνες τάξη αδειάζοντάς τους.
Η φωνή του πότε ήτανε δυνατή και πότε σιγανή, πάντα βραχνή όμως.
Με δυνατότερη φωνή μιλούσε για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν
και με τη σιγανότερη φωνή δίδασκε τις γυναίκες πώς να μαγειρεύουν γλάρους και κοράκια.
Την ίδια ώρα η πλάτη του ανήσυχη ήταν κι όλο πίσω γυρνούσε να κοιτάξει,
λες και φοβόταν κάποια μαχαιριά.
Και κάθε πέντε λεπτά βεβαίωνε το κοινό του πως θα τους πάρει πολύ λίγο από το χρόνο τους.

Για το φτωχό Μπερτολτ Μπρεχτ - Θ Μικρούτσικος

Για τον φτωχό Μπ .Μπ. - Μπ.Μπ.


 Για τον φτωχό Μπ .Μπ.
Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ‘ναι ως το θάνατό μου.
Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου
φορτωμένος από την αρχή μ’ όλα τα μυστήρια του θανάτου,
μ’ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.
Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.
Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ
καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.
Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.
Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω
το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά
τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:
Καθόλου μην ποντάρετε σ’ αυτόν που τώρα σας κοιτά.
Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά
λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»
ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια
και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.
Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα
και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,
πετάω τ’ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.
Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά
σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα
(έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν
και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)
Απ’ αυτές τις πολιτείες θ’ απομείνει
εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
Δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει:τ’ αδειάζει.
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ‘ρθει.
Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ‘ρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απ’ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!

Ύμνος στο Θεό - Μπ.Μπρεχτ


Ύμνος στο Θεό
Βαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί και τους αφήνεις να πεθαίνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος
κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απ’ το αιώνιο Σχέδιό σου.
Άφησες να πεθάνουνε οι νέοι κι οι χαροκόποι
μα αυτούς που θέλουν να πεθάνουν, δεν τους άφησες.
Πολλοί από κείνους που τώρα έχουνε σαπίσει
πιστεύανε σε σένα και πεθάναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.
Άφησες τους φτωχούς φτωχοί να μείνουνε χρόνια και χρόνια
γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον Παράδεισό σου.
Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
πεθάνανε μακάριοι, όμως και σαπίσαν παρευθύς.
Λένε πολλοί πως δεν υπάρχεις και τόσο το καλύτερο.
Μα πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτό που μπορεί έτσι να ξεγελά;
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δεν μπορούν
χωρίς εσένα να πεθάνουν
πες μου, τι σημασία έχει τ’ ότι δεν υπάρχεις;

Οταν πέφτουν καρχαρίες, βγαίνει αίμα στον αφρό.

Μ. Μερκούρη "ο Mack με το μαχαίρι" η όπερα της πεντάρας