28/11/14

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ Μιά περιήγηση στό κοιμητήρι τῶν ἑλληνικῶν ἰδανικῶν ( τοῦ Βασίλη Ραφαηλίδη –ΕΘΝΟΣ 14/10/1984)

Τὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα εἶναι ἕνα ταξίδι ποὺ δὲ γίνεται. Γιατί τὰ Κύθηρα δὲν ὑπάρχουν. Περισσότερο ἀπὸ γεωγραφικός, τὰ Κύθηρα εἶναι ὁ μυθικὸς χῶρος τῆς «ἄφατης εὐτυχίας» τοῦ Ἀντουάν Βαττώ καὶ τῆς «δύσκολης εὐτυχίας» τοῦ Σὰρλ Μπωντλαίρ. Ἡ «Ἐπιβίβαση γιὰ τὰ Κύθηρα» τὸ πιὸ διάσημο ζωγραφιστὸ πλοῖο ποὺ τὸ «ναυπήγησε» μὲ τὸ χρωστῆρα του ὁ Βαττώ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῶν «ἐρωτικῶν γιορτῶν του», τούτη τὴν πιὸ ψηλὴ κορφὴ τοῦ ροκοκό, δὲν ἦταν κι αὐτὴ παρὰ μία ἀπ' τὶς πολλὲς γιορτὲς τῆς καλπαστικὰ ἀνερχόμενης γαλλικῆς ἀστικῆς τάξης τῶν ἀρχῶν τοῦ 18ου αἰώνα. Ἀπ' τὸ 1717 ποὺ ἐκτέθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τοῦτος ὁ, κυριολεκτικὰ καὶ μεταφορικά, μυθικὸς πίνακας μέχρι τὸ 1789 μᾶς χωρίζουν μόλις 72 χρόνια. Εἶναι τὰ χρόνια ποὺ οἱ fete galante τοῦ Βαττώ θ' ἀρχίσουν νὰ γίνονται μονότονες, ἔτσι μονότονα ἐπαναλαμβανόμενες στοὺς κήπους καὶ τὰ πάρκα, καὶ θὰ ἑτοιμαστοῦν νὰ ἐκτοπίσουν ἀπ' τὰ ἀνάκτορα τοῦ Κεραμεικοῦ, περνώντας ἀπ' τὴ Βαστίλη, τὶς βασιλικὲς «ἐρωτικὲς γιορτές». Ὁ Βαττώ εἶχε ὅλο τὸ δικαίωμα νὰ εἶναι κωμικὰ αἰσιόδοξος: Ἡ ἀστικὴ τάξη δὲν ἔχει καταλάβει ἀκόμα τὴν ἐξουσία, καὶ εἶναι ζωηρὴ καὶ εὐδιάθετη, γιατί ὀνειρεύεται ἀπὸ τώρα τὴν ἐπιβίβασή της γιὰ τὰ Κύθηρα.

 Ὅμως, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα ὁ Μπωντλαίρ, ποὺ πόθησε ὅσο κανεὶς τὸ ὀνειρεμένο ταξίδι, θὰ διαπιστώσει πὼς ὅλα τὰ πλοῖα γιὰ τὰ Κύθηρα ἔχουν βουλιάξει. Τὸ «Κάλεσμα σὲ ταξίδι» δὲν εἶναι παρὰ τὸ εἰρωνικὸ ποιητικὸ «διάβασμα» τοῦ διάσημου πίνακα τοῦ Βαττώ, ποὺ τὸν γνώριζε καλὰ τοῦτος ὁ σπουδαῖος τεχνοκρίτης καὶ ποιητής, ὁ πρῶτος ποὺ κατάλαβε πὼς τὰ Κύθηρα δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο σὰν συνώνυμό τῆς οὐτοπίας. Καὶ γι' αὐτὸ συνιστοῦσε, γιὰ ἀντιστάθμισμα, «νὰ εἴμαστε συνεχῶς μεθυσμένοι ἀπὸ κρασί, ἀπὸ ποίηση ἢ ἀπὸ ἀρετή, κατὰ τὴν προτίμησή μας». Χωρίς, παρόλα ταῦτα, νὰ ξεκολλάει ἀπ' τὸ ταραγμένο μυαλὸ τοῦ τὸ μεγάλο ὄνειρο ποὺ ἐπέβαλε ὁ Βαττῶ, καὶ ποὺ γρήγορα ξεθώριασε: «Ὅλα ἐκεῖ τάξη καὶ ἡδονὴ — χλιδή, γαλήνη, καλλονή». (Μετάφραση Γ. Σημηριώτη).

 Ὁ «παρακμίας» Μπωντλαὶρ θὰ ἐπιχειρήσει τὸ δικό του ταξίδι στὰ Κύθηρα μέσα ἀπ' τὸ ὄπιο, ἐγκαινιάζοντας ἔτσι. μία καινούρια ἐποχὴ στὰ ποιητικὰ «ταξίδια», ποὺ συνεχίζεται. Βρισκόμαστε ἤδη πολὺ μακριὰ ἀπ' τὸ 1789, κι ἀκόμα πιὸ μακριὰ ἀπ' τὸ 1717, τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Βαττῶ ἔφερε ἀπ' τὰ Κύθηρα, μὲ τὸ περίφημο καράβι του, πάνω ἀπὸ σαράντα Ἔρωτες, ποὺ περιβάλλουν ἀπὸ παντοῦ τους πανευτυχεῖς ταξιδευτές. (Οἱ μελετητὲς ἀπόδειξαν πὼς ἡ Ἐπιβίβαση γιὰ τὰ Κύθηρα ἔχει λανθασμένο τίτλο. Γιατί, πρόκειται σίγουρα γιὰ ἀποβίβαση κι ὄχι γιὰ ἐπιβίβαση. Κάπου τὰ μπέρδεψε ὁ Βαττώ μέσα στὸν ἐνθουσιασμό του, ἀλλὰ αὐτὸ ἔχει πολὺ μικρὴ σημασία: Εἴτε πρόκειται γιὰ ταξίδι ποὺ θὰ γίνει εἴτε γιὰ ταξίδι ποὺ ἔγινε, τὸ σημαντικὸ εἶναι πὼς ὁ Βαττώ δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ σκοπιμότητα καὶ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ταξιδιοῦ).

 Τὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα τὸ ἐπιχείρησαν δύο Γάλλοι, ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του καὶ τὰ μέσα τῆς δικῆς του τέχνης. Τὸ ἴδιο ταξίδι, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπ' τὴν Ἑλλάδα στὴν Ἑλλάδα θὰ τὸ σχεδιάσει, ἀλλὰ δὲ θὰ τὸ κάνει, γιατί ὅπως εἴπαμε τὰ Κύθηρα δὲν ὑπάρχουν, ἕνας Ἕλληνας κινηματογραφιστής, ὁ Θόδωρος Ἀγγελόπουλος, ποὺ γνωρίζει τοὺς Γάλλους καλὰ καὶ τοὺς Ἕλληνες καλύτερα.

 Τώρα, πιά, αὐτοὶ πού ὀνειρεύονται ἕνα ταξίδι στὴν Ἑλλάδα εἶναι οἱ Ἕλληνες, πού ἀναρωτιῶνται πού βρίσκεται αὐτὴ ἡ μυθικὴ χώρα: Εἶναι σίγουρο πῶς ἡ χώρα πού ζοῦμε εἶναι ἡ Ἑλλάδα; Κι ἂν εἶναι ἡ Ζουλουλάνδη μὲ ψευδώνυμο; Ἂν τὰ Κύθηρα, κατὰ τοὺς γεωγράφους, εἶναι νῆσος ἑλληνική, κι ἂν τὰ Κύθηρα, κατὰ τοὺς ποιητές, εἶναι μόνο μῦθος, τότε μία Ἑλλάδα μὲ μυθικὰ Κύθηρα εἶναι κι αὐτή, κατὰ πάσα πιθανότητα, μία χώρα μυθική, δηλαδὴ ἀνύπαρκτη.

 Κι ἔτσι, ἐντελῶς ξαφνικά, στὸ Βαττώ καὶ στὸν Μπωντλαὶρ ἔρχεται νὰ κάνει παρέα ὁ Μπόρχες, μὲ τοὺς ἀντιστρέψιμους λαβυρινθώδεις χώρους του, ὅπου ποτὲ δὲν μπορεῖς νὰ διακρίνεις τὰ ὅρια τοῦ πραγματικοῦ καὶ τοῦ φανταστικοῦ. Ἄλλωστε, ἔχουν καμιὰ σοβαρὴ σημασία αὐτὰ τὰ ὅρια; Στὴν ταινία τοῦ Ἀγγελόπουλου, τὰ Κύθηρα εἶναι ὑπαρκτὰ ἀκριβῶς γιατί εἶναι μυθικά: Ἡ ἑλληνικὴ Ἱστορία εἶναι τόσο σπαραχτικὰ ὑπαρκτὴ ἐδῶ, τόσο ἀπίστευτα ὑπαρκτή, ποὺ ἀκριβῶς τοῦτο τὸ ἀπίστευτο εἶναι ποὺ τὴ μεταθέτει αὐτόματα στὴν περιοχὴ τοῦ μύθου.

 Λοιπόν, ἕνα «Ταξίδι στὰ Κύθηρα» εἶναι, τώρα πιά, ἕνα ταξίδι στὸν Ἅδη, ποὺ τὴν εἴσοδο του συνεχίζουν νὰ τὴ φυλᾶν οἱ Κέρβεροι. Τὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα τοῦ Ἀγγελόπουλου σὲ καλεῖ σὲ μία κάθοδο στὸν Ἅδη τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας, ὅπου βρίσκονται ἐνταφιασμένα ὅλα τὰ «ἑλληνικὰ ἰδανικά». Βέβαια, κανεὶς δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος ν' ἀκολουθήσει τὴν ποιητικὴ περιήγηση σὲ τοῦτο τὸν «οὐ-τόπο». Ὡστόσο, αὐτὸ τὸ ταξίδι στὸ μῦθο διὰ τῆς Ἱστορίας καὶ στὴν Ἱστορία διὰ τοῦ μύθου μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνα πολὺ πρακτικὸ ἀποτέλεσμα: Νὰ σοῦ μάθει νὰ διακρίνεις τὸ μυθικὸ ἀπ' τὸ πραγματικό, ὥστε ὅταν λὲς «ζήτω ἡ Ἑλλὰς» νὰ ξέρεις, τουλάχιστον, περὶ ποίου πράγματος ὁμιλεῖς, διότι πάρα πολὺ συχνὰ συμβαίνει νὰ ἀπευθύνουμε τὴν εὐχὴ «νὰ ζήσεις» σ' ἕνα πτῶμα.

 Εἴπαμε πὼς στὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα δὲ γίνεται κανένα ταξίδι στὰ Κύθηρα. Γίνεται ὅμως ἕνα φοβερὸ ταξίδι στὴν ἑλληνικὴ Ἱστορία. Καὶ πρὶν ἀντιμετωπίσουμε τοῦτο τὸ ἱστορικὸ φὶλμ (ἱστορικὸ μὲ τὴ διπλὴ ἔννοια: ἀναφέρεται στὴν Ἱστορία καὶ ἐγγράφεται ἀπὸ τώρα στὴν ἱστορία τοῦ κινηματογράφου) πρέπει νὰ δοῦμε τοὺς γεωπολιτικοὺς ὅρους ποὺ κάνουν τοῦτο τὸ ταξίδι ἱστορικὰ ἀδύνατο καὶ κινηματογραφικὰ παράδοξο. Φυσικὰ τὰ λίγα ποὺ θὰ ποῦμε παρακάτω δὲν ἀποτελοῦν προϋπόθεση γιὰ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν ταινία. Γιατί, ὅπως πάντα στὸν Ἀγγελόπουλο, ἡ Ἱστορία δὲν ὑπάρχει σὰν παράθεση περιστατικῶν, ἀλλὰ σά στοχασμὸς πάνω σὲ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν γίνει μυθικὰ γιὰ τὶς ἀνάγκες μίας μυθοπλασίας ποὺ βρίσκεται πολὺ μακριὰ ἀπ' τὸ ρεαλισμὸ ἀλλὰ ὄχι καὶ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ὁ Ἀγγελόπουλος δὲν ἦταν ποτὲ ρεαλιστὴς μὲ τὴν τρέχουσα ἔννοια, οὔτε καν στὴν Ἀναπαράσταση.

 Τὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα, λοιπόν, εἶναι ἕνα ταξίδι στὴν πίσω μεριὰ τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας, τὴ συνήθως ἀόρατη γιὰ τοὺς ἱστοριοδίφες, ποὺ συλλέγουν ἱστορικὰ γεγονότα μὲ τὴν ἴδια, περίπου, ἔννοια ποὺ ἄλλοι συλλέγουν γραμματόσημα. Ὁ Ἀγγελόπουλος δὲν εἶναι συλλέκτης γραμματοσήμων, κολλημένων πάνω στὴ σελιλόιντ. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ βαθιὰ τὴν Ἱστορία τοῦ τόπου του. Καὶ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ ἱστορικὲς ταινίες του (Μέρες τοῦ 36, Θίασος, Οἱ κυνηγοί, Μεγαλέξαντρος, Ταξίδι στὰ Κύθηρα) φαίνονται τόσο ἀπομακρυσμένες ἀπ' τὴ μεθοδολογία τῶν ἱστορικῶν ἐγχειριδίων καὶ τῶν ἐπιστημονικῶν ἱστορικῶν συγγραμμάτων, παρόλο ποὺ δὲν τοὺς λείπει, κάθε ἄλλο μάλιστα, ἡ αὐστηρὴ ἱστορικὴ τεκμηρίωση, ποὺ λανθάνει πίσω ἀπ' τὸ αἰσθητικὸ γεγονὸς καὶ τὸ ὑποβαστάζει μὲ σιγουριά, χωρὶς νὰ τὸ διαβρώνει. Οἱ ταινίες τοῦ Ἀγγελόπουλου εἶναι τὸ πληρέστερο ὑπόδειγμα ποὺ γνωρίζουμε γιὰ τὴν προσέγγιση τῆς Ἱστορίας ἀπὸ μία τέχνη ποὺ ἀρνεῖται, γιατί εἶναι ἐμπαιγμός, τὴν ἀναπαράσταση παρωχημένων γεγονότων, ποὺ δὲν τὰ κατέγραψε «ἐν τῷ γίγνεσθαι» μία ἐκεῖ παροῦσα κάμερα.

 Δὲν πρέπει νὰ μᾶς διαφεύγει πὼς στὴν Ἀναπαράσταση δὲν γίνεται τελικὰ ἡ δικαστικὴ ἀναπαράσταση τοῦ ἐγκλήματος, κι αὐτὸ γιὰ νὰ μὴ μπεῖ ἡ κάμερα ἀπατηλὰ στὴ θέση τοῦ αὐτόπτη μάρτυρα. Ἄλλωστε, ἐκτὸς ἀπ' τὴν περίπτωση τῆς αὐτοκτονίας τοῦ Μισίμα μπροστὰ στὴν τηλεοπτικὴ κάμερα, ποτὲ κανεὶς αὐτόχειρας ἢ ἐγκληματίας δὲν κάλεσε τὸ κινηματογραφικὸ συνεργεῖο νὰ παραστεῖ ἀδιάψευστος μάρτυρας στὴν πράξη του. Αὐτό, τὸ συνηθίζουν μόνο οἱ «ἐπίσημοι». Ἀλλὰ ἡ Ἱστορία συνεχίζει νὰ γράφεται πίσω ἀπ' τὶς παρελάσεις, πίσω ἀπ' τὶς δεξιώσεις, πίσω ἀπ' τὰ ἐπιβεβλημένα διπλωματικὰ χαμόγελα. Αὐτὴ τὴν πίσω μεριὰ τῆς Ἱστορίας προσπαθεῖ νὰ «πιάσει» ὁ Ἀγγελόπουλος καὶ γι' αὐτὴν τὴν πίσω μεριὰ τῆς Ἱστορίας δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρξουν ἀδιάψευστα τεκμήρια. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς πὼς δὲν ἔχουμε δεῖ τὴν πίσω μεριὰ τῆς Σελήνης δὲ σημαίνει πὼς δὲν ὑπάρχει. Πρὶν ἀκολουθήσουμε τὸν Ἀγγελόπουλο στὸ ταξίδι του στὴν πίσω μεριὰ τῆς Ἱστορίας τῆς Ἑλλάδας τῶν 35 τελευταίων ἐτῶν, καλὸ θὰ ἦταν νὰ ρίξουμε μία βιαστικὴ ματιὰ στὴ συνοψίζουσα συμβολικὰ τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδας, Ἱστορία τῆς νήσου Κύθηρα, γνωστῆς καὶ μὲ τὸ λαϊκό της ὄνομα Τσιρίγο.

 Τὰ Κύθηρα βρίσκονται στὸ νοτιότατο ἄκρο τῆς Πελοποννήσου, ΝΔ τοῦ ἀκρωτηρίου Μαλέα. Κι ὡστόσο, διοικητικὰ ἀνήκουν στὴν Ἀττική! Τοῦτο τὸ γαιοδιοικητικὸ παράδοξο ἔρχεται νὰ μπολιαστεῖ σ' ἕνα δεύτερο: Τὰ Κύθηρα, σὰ μορφολογία ἐδάφους, σὰν ἀρχιτεκτονικὴ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄποψη πολιτιστική, ἀνήκουν στὶς Κυκλάδες. Κι ὡστόσο εἶναι τὸ ἕκτο νησὶ τῶν Ἰονίων Νήσων. (Τὸ ἕβδομο εἶναι τὰ ἀκόμα πιὸ μακρινὰ Ἀντικύθηρα). Λοιπόν, τὰ Κύθηρα ἀνήκουν στὰ Ἰόνια νησιά, ἀνήκουν στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, ἀνήκουν στὴν Ἀττική, ἢ μήπως ἀνήκουν στὴ Λακωνία; Τὰ Κύθηρα ἀνήκουν ὅπου τὰ τοποθετήσεις μὲ μία ἀπόφαση ἢ μία διοικητικὴ πράξη. Τὰ Κύθηρα ἀνήκουν παντοῦ... ἐκτὸς ἀπ' τὸν ἑαυτό τους. Ὅπως καὶ ἡ Ἑλλάδα. Τὰ Κύθηρα εἶναι ἕνας οὐ-τόπος (μία οὐτοπία) μὲ τόσο μπερδεμένη Ἱστορία ποὺ κανεὶς ἱστορικὸς δὲν τὰ κατάφερε νὰ τὴ ξεμπερδέψει μὲ ἐπάρκεια, ὅπως καὶ τὴν «κυθήρεια» ἑλληνικὴ Ἱστορία.

 Τὰ Κύθηρα ὑπῆρξαν φοινικικὴ ἀποικία, μινωικὴ ἀποικία, μυκηναϊκὴ ἀποικία, σπαρτιατικὴ ἀποικία, ἀθηναϊκὴ ἀποικία. Κι ἀργότερα, φράγκικη ἀποικία, βενετσιάνικη ἀποικία, τούρκικη ἀποικία, γαλλικὴ ἀποικία, καὶ τέλος ἀγγλικὴ ἀποικία. Νεοελληνικὴ «ἀποικία» γίνονται τὸ 1863. Μ' ἄλλα λόγια, τὰ Κύθηρα εἶναι Ἡ Ἀποικία, ἡ σχεδὸν πλατωνικὴ Ἰδέα τῆς Ἀποικίας. Νὰ γιατί πάντα ὀνειρεύονταν τὰ Κύθηρα Ἄγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι: Ἦταν ἕνας τόπος βολικός, καθότι ἀδέσποτος. Ὅπως ἡ Ἑλλάδα.

 Μάλιστα, ἀπὸ τότε ποὺ οἱ Φοίνικες ἔφεραν στὰ Κύθηρα τὴ θεὰ Ἀστάρτη, ποὺ ἐκεῖ βαφτίστηκε Ἑλληνίδα καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἀφροδίτη, καὶ κυρίως ἀπὸ τότε ποὺ χτίστηκε ἐκεῖ ὁ περιλάλητος ναὸς τῆς Οὐράνιας Ἀφροδίτης, ὅλος ὁ κόσμος ἔμαθε πὼς στὰ Κύθηρα προσφέρονται ἡδονὲς σὲ μία ἀτέλειωτη ποικιλία. Συνεπῶς, ἕνα ταξίδι στὰ Κύθηρα ἦταν ἕνα ταξίδι στὸ πιὸ πυκνὸ κέντρο τῆς ἡδονικῆς εὐδαινομίας. πού τὸ ὀνειρεύονταν ἐπίμονα οἱ ποιητές, τουλάχιστον οἱ πρὶν ἀπ' τὸν 19ο αἰώνα, γιατί ἀργότερα τὰ πράγματα δυσκόλεψαν καὶ γιὰ τοὺς ποιητές.

 Γιὰ τούς ἀδερφοὺς Γκονκούρ, ἡ Ἐπιβίβαση γιὰ τὰ Κύθηρα τοῦ Ἀντουάν Βαττώ «εἶναι ὁ ἔρωτας, ἀλλὰ ἕνας ἔρωτας ποιητικός, ἕνας ἔρωτας ποὺ ὀνειρεύεται καὶ ποὺ στοχάζεται, ἕνας ἔρωτας μοντέρνος μὲ τὶς νοσταλγίες του καὶ τὴ γιρλάντα τῆς μελαγχολίας του». Περίπου τὸ ἴδιο εἶναι καὶ τὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα τοῦ Ἀγγελόπουλου: Ἕνας περιπεπλεγμένος μὲ τὴν Ἱστορία καὶ ἀπ' τὴν Ἱστορία ἔρωτας δύο γέρων, ὀνειρικός, στοχαστικός, νοσταλγικός, μελαγχολικός. Τοῦτος ὁ ἔρωτας ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν τόπο γιὰ νὰ σταθεῖ. Καὶ ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι πιὰ τόπος οὔτε νὰ στέκεσαι, οὔτε νὰ ὀνειρεύεσαι, οὔτε νὰ ἐρωτεύεσαι.
Ἡ Ἑλλάδα, ὄπως καὶ τὰ Κύθηρα εἶναι ἕνας τόπος ὅπου οἱ μύθοι εὐδοκιμοῦν πάντα, καὶ οἱ ἄνθρωποι δυστυχοῦν πάντα.

 Ἡ Ἑλλάδα εἶναι σὰν ἕνας κύκλος μὲ πολλὲς περιμέτρους καὶ κανένα κέντρο. Ἕνας τέτοιος κύκλος λέγεται φαῦλος. Οἱ κυρίως εἰπεῖν Ἕλληνες κατοικοῦσαν ἢ κατοικοῦν στὴν περίμετρο: Ἰωνία (εἶναι συνεχεῖς οἱ ἀναφορὲς τοῦ Ἀγγελόπουλου στὴν Ἰωνία), Πόντος, Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες, Κύπρος, Ὀδησσός, Αἴγυπτος, Τασκένδη καὶ σήμερα Γερμανία, ΗΠΑ, Αὐστραλία, Καναδᾶς, κ.λπ. Ἡ «μητρόπολη» εἶναι ἕνας φαντασματικὸς χῶρος καὶ οἱ κατοικοῦντες σ' αὐτὴν Ἕλληνες αἰσθάνονται οἱ μισοὶ μέτοικοι καὶ οἱ ἄλλοι μισοὶ ἄποικοι στὴν ἴδια τους τὴν πατρίδα, ποὺ εἶναι σὲ κατάσταση μόνιμης ἐσωτερικῆς κατοχῆς ἀπ' τὰ ὄρνια.

 Δὲν εἶναι μόνο τὸ ταξικὸ μίσος ποὺ χωρίζει τοὺς ἰθαγενεῖς Ἕλληνες σὲ «στρατόπεδα». Εἶναι καὶ ἡ ἀταβιστικὴ αἴσθηση πὼς αὐτὸ τὸ χῶμα δὲν εἶναι καθόλου «δικό μας καὶ δικό σας», ὅπως ἐπιμένει νὰ λέει ἀφελέστατα καὶ ἀνιστόρητα τὸ νεοπατριωτικὸν ἀσμάτιον. Εἶναι χῶμα ποὺ ἀνήκει σὲ μία ξένη γῆ πρὸς κατάκτηση: Τὸ κάθε ἄλλο παρὰ δίκαιο μοίρασμα τῶν τούρκικων τσιφλικιῶν ποὺ ἄρχισε τὸ 1830 δὲν ὁλοκληρώθηκε ἀκόμα, καὶ τὸ «πνεῦμα τοῦ γουέστ» στὴ νοτιοβαλκανικὴ του παραλλαγὴ εἶναι πάντα ζωντανὸ ἐδῶ. Οἱ Κλέφτες ποὺ φκιάξαν τοῦτο κράτος, διώχνοντας ἄλλους κλέφτες ποὺ ἦρθαν ἀπ' ἀλλοῦ, γίναν Ληστὲς ἀπ' τὸ 1840 μέχρι τὸ 1940 συνεχίζοντας, ἔτσι, ἕναν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα ποὺ δὲν τελείωσε. Βρισκόμασε πάντα ὑπὸ τὴν ἐσωτερικὴ κατοχὴ τῶν Κοτζαμπάσηδων. (Γιὰ τοὺς Ληστές, τοὺς Κοτζαμπάσηδες καὶ τὸ μεγάλο ἑλληνικὸ ὅραμα μίας ἀποτελεσματικῆς ἀπελευθέρωσης, βλέπε τὸν Μεγαλέξαντρο).

 Οἱ παλιοὶ Κλέφτες, ποὺ νομιμοποιήθηκαν χάρις στὴν αἴσια ἔκβαση τοῦ ἀγώνα τους καὶ οἱ κατοπινοὶ Ληστὲς ποὺ νομιμοποιήθηκαν μόνο στὴ λαϊκὴ συνείδηση καὶ τὴ λαϊκὴ παραφιλολογία, μετεξελίχτηκαν ἱστορικὰ σὲ «ληστοσυμμορίτες», ἢ «κομμουνιστοσυμμορίτες», ἢ ἁπλὰ «συμμορίτες» ποὺ συνεχίζουν καὶ σήμερα νὰ δροῦν τρομοκρατικὰ καθὼς ἦρθαν καὶ σφηνώθηκαν ἄκρως ἐνοχλητικὰ μέσα στὰ ὄνειρα γιὰ εὐδαιμονία ποὺ δημιούργησε στοὺς Κοτζαμπάσηδες τὸ Σχέδιο Μάρσαλ, οἰκονομικὴ συνέπεια τοῦ πολιτικοῦ Σχεδίου Τρούμαν. (Βλέπε καὶ τοὺς Κυνηγούς).

 Τὸ πόσο ἀναίσχυντοι ἦταν οἱ Κοτζαμπάσηδες μὲ παπιγιὸν ἢ χωρίς, μᾶς τὸ ἔδειξε ὁ Ἀγγελόπουλος μὲ ἐκπληκτικὴ ἐνάργεια καὶ σαφήνεια στὸ Μέρες τοῦ 36, ὅπου οἱ πραγματικοὶ συμμορίτες (χωρὶς εἰσαγωγικὰ) προετοιμάζουν τὴν «εὐταξία» τοῦ Μεταξᾶ, μ' ἀφορμὴ τὶς «ἀταξίες» τοῦ Εὐταξία, ποὺ δὲν εἶχε καταλάβει πὼς ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ ἀγγουράκι κι ἄλλο τὸ κολοκυθάκι, μὲ συνέπεια νὰ μπερδευτοῦν πρόωρα τὰ λαχανικὰ στὴ ρούσικη (δηλαδή, ἐγγλέζικη) σαλάτα ποὺ ἤδη τὴν ἑτοίμαζαν οἱ Κοτζαμπάσηδες στὴν κουζίνα τους, γνωστὴ καὶ μὲ τὸ ψευδώνυμο «Κοινοβούλιο».

 Στὸ Θίασο, ὅλος ὁ θίασος τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας βρίσκεται ἐπὶ σκηνῆς. Ἀλλὰ τὴν παράσταση τελικὰ τὴν κλέβουν στὴν κυριολεξία οἱ Κοτζαμπάσηδες, κυρίως χάρις στὴν καλὴ σκηνοθεσία τοῦ Σκόμπυ. Ἐδῶ οἱ «συμμορίτες» αὐτοπεριορίζονται, δυστυχῶς, σὲ ἔξοχα σατυρικὰ ἄσματα, τοῦ τύπου «τὸ βρακὶ τοῦ Σκόμπυ, εἶναι ὅλο κόμποι, κι ἂν λυθοῦν οἱ κόμποι θὰ φανεῖ τοῦ Σκόμπυ ἡ μεγάλη του πολιτική», ποὺ εἶναι «ἐπαναστατικὴ» διασκευὴ τῆς «λευκῆς τζὰζ» ἑνὸς μπούγκι-μπούγκι τοῦ Γκλὲν Μίλλερ. Ἄν, λοιπόν, τὸ Δεκέμβρη τραγουδοῦσαν λιγότερο καὶ πολεμοῦσαν περισσότερο (μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ ΕΛΑΣ ποὺ κρατήθηκαν ἐκτὸς Ἀθηνῶν), σίγουρα ὁ Θόδωρος Ἀγγελόπουλος δὲ θὰ γύριζε τὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα. Καὶ ἐκεῖνο τὸ ἱστορικὸ κέρδος θὰ ἦταν μία μεγάλη ἀπώλεια γιὰ τὸν κινηματογράφο. Λοιπόν, οὐδὲν κακὸν ἀμιγὲς καλοῦ — ἂν καὶ τὸ καλὸν ἐδῶ εἶναι τάξεως αἰσθητικῆς καὶ ὄχι πολιτικῆς, πράγμα ποὺ θὰ τὸ προτιμούσαμε, φυσικά. Ἀλλὰ ἡ τέχνη γι' αὐτὸ ὑπάρχει: Νὰ μᾶς παρηγορεῖ γιὰ μία ἀπώλεια μ' ἕνα κέρδος. Καὶ οἱ κερδισμένοι γενικά, κατὰ κανόνα, δὲν κάνουν τέχνη. Περιορίζονται στὸ νὰ τρῶν τὰ κέρδη τους, καὶ στὴν περίπτωση ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, τὰ κονδύλια τοῦ Σχεδίου Μάρσαλ.

 Λοιπόν, τούτη ἡ χώρα κατοικεῖται μονίμως ἀπὸ «Ἕλληνες» καὶ Ἕλληνες: Γιὰ τὴ Δεξιά, Ἕλληνες εἶναι ὅσοι ἐδήλωσαν τέτοιοι καὶ ὅσοι ἔκαναν μία «δήλωση μετανοίας» γιὰ τὸν «πρότερο ἁμαρτωλὸ ἀνθελληνικό τους βίο». Γιὰ τὴν ἀριστερά, Ἕλληνες εἶναι ὅσοι κατοικοῦν σ' αὐτὴ τὴ χώρα καὶ ὅσοι ἔχουν δικαίωμα νὰ κατοικήσουν στὸ κράτος ποὺ ἔφκιαξαν οἱ Κλέφτες (καὶ οἱ Ἀρματωλοί, ποὺ κι αὐτοὶ ἐπίσης ἦταν Κλέφτες, ἀλλὰ ἀρχικὰ ὑπὸ τὴν προστασία τῶν Τούρκων, ποὺ ἀργότερα τὴν ἀπέσυραν γιατί οἱ Ἀρματωλοὶ ἀποδείχτηκαν, τελικά, «μὴ νομιμόφρονες», καλὴ ὥρα σὰν κάποιους στρατιῶτες τοῦ λεγόμενου «ἐθνικοῦ στρατοῦ», ποὺ βαρέθηκαν τὴ διατεταγμένη ἐθνικοφροσύνη καὶ πέρασαν στὸ ἀπέναντι χαράκωμα, ὅπου δὲν πολεμοῦσες γιατί σὲ διέταζαν ἀλλὰ γιατί τὸ ἤθελες).

 Ὁ γερὸ-Σπύρος (Μάνος Κατράκης) εἶναι, μὲ δεξιὰ ὁρολογία, ἕνας μὴ-Ἕλληνας ποὺ ζεῖ στὴν Τασκένδη ἀπ' τὸ 1949. Δηλαδή, εἶναι ἕνας Ἕλληνας τῆς περιφέρειας (ἢ τοῦ περιθωρίου, ἂν προτιμᾶτε ἕναν ὄρο μὲ ἀσαφὲς νόημα) ποὺ ὅταν ἔρχεται μὲ ἄδεια στὴν Ἑλλάδα, διαπιστώνει ὅτι ἡ Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει. Δὲν ὑπάρχει οὔτε καν ἡ ἑλληνικὴ θάλασσα. Ὑπάρχουν μόνο τὰ οὐδέτερα διεθνῆ ὕδατα, καὶ μέσα τους μία σχεδία ποὺ φέρει (εἶναι γι' αὐτὸν φέρετρο) τὸ σαρκίο του καὶ τ' ὄνειρο του σ' ἕναν «οὐ-τόπο», ποὺ κάτω ἀπὸ ὁμαλὲς συνθῆκες θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ἡ πατρίδα του.

 Ὁ Σπύρος εἶναι ἕνας Βασιλιὰς Λὴρ ποὺ ἔχει χάσει τὸ βασίλειό του στὸν ἐμφύλιο πόλεμο, ἕνας Δὸν Κιχώτης ποὺ πίστεψε πὼς τὸ δόρυ εἶναι ὅπλο ἀποτελεσματικὸ στὴ μάχη μὲ τὸν ἀνεμόμυλο τῆς Ἱστορίας, κι ἕνας Ὀδυσσέας ποὺ γυρίζει σπίτι του μετὰ ἀπὸ τριάντα τόσα χρόνια γιὰ νὰ βρεῖ μία ὀνειροπόλα Πηνελόπη (Ντόρα Βολανάκη) κι ἕναν συγχυσμένο Τηλέμαχο (Τζούλιο Μπρόζι). Ὅμως, οἱ μνηστῆρες ἔχουν ξεπουλήσει πρὸ πολλοῦ τὴν Ἰθάκη του, μὲ συνέπεια ἕνα ταξίδι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ταξίδι ἐπιστροφῆς στὴν Ἰθάκη νὰ καταλήξει τελικὰ ταξίδι στὰ Κύθηρα, δηλαδὴ στὸ Μεγάλο Μύθο. μίας πεθαμένης «εὐτυχίας γιὰ ὅλους» ποὺ ἐνταφιάστηκε τὸ 1949 στὸ κοιμητήρι τοῦ χωριοῦ του — κι ὅλων τῶν χωριῶν ὅλης της Ἑλλάδας. Ἡ Ἰθάκη δὲν ὑπάρχει πιά. Ὅπως στὴν Ὀδύσσεια τοῦ Καζαντζάκη. 

Μόνο ποὺ στὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα, τούτη τὴν ἀντὶ-ὀδύσσεια, ὁ Ὀδυσσέας δὲ φεύγει γιατί τὸ θέλει. Τὸν διώχνουν. Τὸ ἔπος εἶναι ἀδύνατο στὸν καιρό μας. Ὅλοι οἱ ἥρωες ἔχουν πεθάνει, κι ὅσοι ζοῦν ἀκόμα εἶναι ἀνεπιθύμητοι στὸν τόπο ἀπ' ὅπου ἀντλοῦσαν τὴ δύναμή τους. Τὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα εἶναι μία ἐλεγεία γιὰ τὸν χαμένο στὸν ὠκεανὸ Ὀδυσσέα, ποὺ δὲν πρόκειται νὰ ξαναβγεῖ στὴ στεριά, γιατί δὲν ὑπάρχει πιὰ ἡ στεριά. Ὑπάρχουν μόνο τὰ Κύθηρα, δηλαδὴ ὁ μῦθος τῆς εὐτυχίας ποὺ ὀνειρεύτηκε ὁ Βαττώ σὲ μία περίοδο μεγάλης ἀκμῆς τῆς ἀστικῆς τάξης πού, ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, γνώρισε ὄψιμα τὶς fetes galantes μόνο χάρις σὲ «δάνεια» ποὺ συνεχίζονται.

 Ἡ Ἑλλάδα ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι μία ξένη χώρα γιὰ ὅλους: Γιὰ τοὺς δεξιούς, γιατί δὲν τὰ κατάφεραν ποτὲ νὰ ἀποχτήσουν «ἐθνικὴ συνείδηση». (Δὲν ἀπόχτησαν οὔτε καν συνείδηση). Γιατί, ἐθνικὴ συνείδηση δὲν δημιουργεῖται μὲ Σχέδια Μάρσαλ. Καὶ γιὰ τοὺς ἀριστεροὺς διότι μόνο τὰ δύο τελευταία χρόνια ἄρχισαν νὰ μὴ νιώθουν μέτοικοι μὲ προσωρινὸ διαβατήριο (ὅποιος ἤθελε μποροῦσε νὰ τοὺς τὸ πάρει) στὴν ἴδια τους τὴν πατρίδα. Ἡ Ἑλλάδα συνεχίζει νὰ εἶναι «μία χώρα γιὰ ἐγκατάσταση», ὅπου πρὸς τὸ παρὸν ὅλα εἶναι προσωρινὰ καὶ ἀβέβαια. Πρέπει συνεπῶς κάποτε νὰ κατακτήσουμε τὴν Ἑλλάδα γιὰ νὰ βροῦμε μία πατρίδα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες. Ἀποκλείεται νὰ ζοῦμε καὶ νὰ πεθαίνουμε μονίμως πάνω σὲ μία σχεδία ποὺ πλέει στὰ διεθνῆ ὕδατα. Τὸ ταξίδι στὰ Κύθηρα πρέπει νὰ γίνει ὁπωσδήποτε, ὅσα πλοῖα κι ἂν βουλιάξουν καθ' ὁδόν. Ἡ οὐτοπία εἶναι γιὰ νὰ τὴ ζοῦμε. Καὶ τὰ Κύθηρα ὑπάρχουν στὸ χάρτη. Πρέπει λοιπὸν νὰ ὑπάρξουν καὶ στὴ ζωή μας.

 Τὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες ταινίες τοῦ Ἀγγελόπουλου, εἶναι ἕνα φὶλμ ποὺ ψάχνει γιὰ τὶς ἐθνικές μας ρίζες. Ὄχι στὸ Βυζάντιο (ὁ Ἀγγελόπουλος δέν εἶναι ἀστεῖο πρόσωπο). Ψάχνει γιὰ τὶς ἐθνικές μας ρίζες σὲ χάρτη πρόσφατης χαρτογράφησης, ὅπου σημειώνεται ἡ λέξη «Ἑλλάς», ὄχι ὅμως ὅπως ἁρμόζει σὲ «σωστοὺς» χάρτες καὶ ἡ λέξη «Ἕλλην», τὸ ἰδεολογικὸ καὶ ἐννοιολογικὸ περιεχόμενο τῆς ὁποίας πρέπει νὰ προσδιορισθεῖ μὲ σαφήνεια. Πρίν, λοιπὸν μάθουμε τί σημαίνει «Ἑλλὰς» (τὰ θούρια δὲν ἔχουν νὰ μᾶς μάθουν τίποτα ἐπὶ τοῦ προκειμένου) πρέπει νὰ μάθουμε τί σημαίνει « Ἕλλην». 

Ὁ γερὸ-Σπύρος ὁ ἀντάρτης, ὁ ἐξόριστος, ὁ πεισματάρης, ὁ ρομαντικός, ὁ ἀπούλητος, ὁ γερὸ-Σπύρος ποὺ συνεχίζει νὰ ἀντιστέκεται σὲ μία ἐποχὴ γενικευμένης παθητικότητας, ὁ γερὸ-Σπύρος ποὺ ἀρνιέται νὰ «πουλήσει τὸ χιόνι» γιὰ νὰ γίνει χιονοδρομικὸ κέντρο στὸ χωριό του, ὁ γερὸ-Σπύρος ποὺ συνεχίζει νὰ εἶναι «ἐπικίνδυνος γιὰ τὴ δημόσια τάξη» (διάβαζε: γιὰ τὸ ἰδιωτικὸ πορτοφόλι), ὁ γερὸ-Σπΰρος ποὺ ξαναβρίσκει στὰ παλιὰ λιμέρια του τὶς παλιὲς συνθῆκες παρανομίας (δὲν ξέχασε τὴ «γλῶσσα τῶν παρανόμων»), ὁ γερὸ-Σπύρος ποὺ συνεχίζει νὰ χορεύει μέσα στὰ νεκροταφεῖα καὶ νὰ λέει μία «καλημέρα» στοὺς πεθαμένους συντρόφους, ὁ γερὸ-Σπύρος ὁ σπόρος ἀπ' ὅπου θὰ φυτρώσουν ἴσως κάποτε κι ἄλλα δέντρα στὴν ἄκρη τοῦ νεκροταφείου, ὁ γέρο-Σπύρος ὁ ἀνεπιθύμητος στὴν πατρίδα του, εἶναι Ο ΕΛΛΗΝΑΣ.

 Ὅμως, στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχουν πάντα «Κυνηγοί», ποὺ κυνηγοῦν στὰ χιόνια. Ἀλλὰ τὰ χιόνια δὲν εἶναι γιὰ πούλημα, τὸ ξέρουμε ἤδη. Εἶναι γιὰ νὰ κρύβουν μέσα τους τὸ ὄνειρο, ποὺ συνεχῶς θὰ τὸ βρίσκουν μπροστά τους οἱ ἀπόγονοι τῶν Κοτζαμπάσηδων, κάθε φορά ποὺ βγαίνουν γιὰ κυνήγι. Σὲ κάθε λακκούβα ὅπου τὸ χιόνι λιώνει θ' ἀποκαλύπτεται πάντα τὸ μυστηριῶδες πτῶμα τοῦ Ἀντάρτη, ἴσα ἴσα γιὰ νὰ διατηρεῖται ὁ πανικὸς ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐλπίδα. Τὸ «φάντασμα» τοῦ Βελουχιώτη πλανᾶται παντοῦ. Καὶ τοῦτο τὸ «φάντασμα» εἶναι πραγματικὸ ὅσο τίποτα.

 Οἱ τωρινοὶ κυνηγοὶ (οἱ «ἀρχὲς») δὲν βρῆκαν κανένα πτῶμα στὰ χιόνια. Γιατί στὸ Ταξίδι στὰ Κύθηρα δὲν ὑπάρχουν οὔτε πτώματα οὔτε χιόνια. Ὑπάρχει μόνο νερό. Κι ἕνας ζωντανὸς ἄνθρωπος, ὁ Σπύρος, ποὺ ἔρχεται ἀπ' τὸν ὠκεανὸ καὶ ξαναγυρνάει στὸν ὠκεανό. Ὁ ὠκεανὸς γιὰ τὸν Σπύρο δὲν εἶναι τάφος, εἶναι λίκνο. Ἴσως σ' ἕνα ἄλλο φίλμ, τοῦ Ἀγγελόπουλου φυσικά, τὸ πτῶμα του τὸ βροῦν ψαράδες. Θὰ πρόκειται καὶ πάλι γιὰ τὸ ἴδιο μυστηριῶδες πτῶμα τῶν Κυνηγῶν: Ὁ Σπύρος τῆς ταινίας Ταξίδι ὀτα Κύθηρα καὶ ὁ ἀντάρτης τῆς ταινίας Οἱ κυνηγοὶ εἶναι δύο ἐκδοχὲς τοῦ ἴδιου μύθου. Μόνο ποὺ τώρα ὁ μῦθος εἶναι σοβαρὸς καὶ πένθιμος, ὅπως ταιριάζει σὲ κάθε θάνατο κάθε παλικαριοῦ.

 Καὶ σὲ κάθε θάνατο κάθε «προοπτικῆς». Γιατί στὸ φὶλμ διασταυρώνονται συνεχῶς δύο θάνατοι: Ἕνας βιολογικὸς καὶ ἱστορικὸς ποὺ ἐπίκειται καὶ «βοηθιέται» ἀπὸ τὶς «ἀρχές», κι ἕνας συμβολικὸς ποὺ ἔχει ἤδη τελεστεῖ: Ὁ γιὸς τοῦ Σπύρου, ὁ Ἀλέξαντρος (Τζούλιο Μπρόζι) εἶναι ὁ Ἀλέξαντρος τοῦ τελευταίου πλάνου τοῦ Μεγαλέξαντρου, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ κείνη τὴν ταινία γιὰ νὰ βρεῖ καταφύγιο σὲ τούτη. Εἶναι, ἀκόμα, τὸ ὀρφανὸ παιδάκι τῆς Ἀναπαράστασης ποὺ καθὼς μεγάλωσε ἔγινε σκηνοθέτης.

 Ἀλλὰ πῶς νὰ εἶσαι δημιουργὸς μέσα σὲ μία χώρα ποὺ δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο γιὰ τοὺς Κοτζαμπάσηδες καὶ τοὺς κολαούζους τους; Τί σημαίνει νὰ δημιουργεῖς γιὰ τοὺς Ἕλληνες, ὅταν αὐτοί, ὄντας ξένοι οἱ ἴδιοι, σὲ θεωροῦν ξένο στὸν ἴδιο σου τὸν τόπο, ποὺ ὡστόσο τὸν ξέρεις καὶ τὸν ἀγαπᾶς ὅσο λίγοι; Ἐπὶ τοῦ βαρβαρικοῦ προκειμένου, οἱ λύσεις εἶναι δύο: Ἢ παίρνεις τῶν ὀματιῶν σου καὶ γίνεσαι καὶ σὺ περιφερειακός, ὅπως τόσοι καὶ τόσοι ἄξιοι σὲ τοῦτον τὸν οὐ-τόπο, ἢ δίνεις ἐδῶ στὸν τόπο σου, τὸν ἀγώνα σου μέχρι τέλους, ἕτοιμος νὰ δεχτεῖς μία μοίρα ἀνάλογη μ' αὐτὴν τοῦ Σπύρου.

 Ὁ Ἀλέξανδρος (δηλαδὴ ὁ Ἀγγελόπουλος) διάλεξε τὴ δεύτερη λύση: Σὲ πεῖσμα ὅλων τῶν ἠλιθίων, θεωρεῖ τὰ Κύθηρα ὑπαρκτά, καὶ τὸ ταξίδι σ' αὐτὰ δυνατό. Ὅλοι οἱ Κυνηγοὶ (κι ἕνας διάολος ξέρει πόσοι τὸν κυνηγοῦν) δὲν θὰ καταφέρουν νὰ στραγγαλίσουν τὸ δικό του ὅραμα. Γιατί, ἕνας «σκηνοθέτης σὲ κρίση» ποὺ καταφέρνει νὰ ἐντάξει τὴν προσωπική του κρίση στὴν «ἐθνικὴ κρίση» σίγουρα εἶναι ἕνας μεγάλος σκηνοθέτης. Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ ἑνώσεις τὶς δύο συνιστῶσες, τὴν ἱστορικὴ καὶ τὴν ὑπαρξιακὴ σὲ μία συνισταμένη. Καὶ δὲ νομίζουμε πὼς ὑπάρχει ἀνάλογο στὴν παγκόσμια ἱστορία τοῦ κινηματογράφου. Νὰ ἐλπίσουμε πώς θὰ βρεθοῦν πολλοὶ σ' αὐτὸν τὸν οὐ-τόπο, πού θὰ καταλάβουν πώς ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν πρώτη ἐθνικὴ ἑλληνικὴ ταινία; Θὰ ἤθελα πολὺ νὰ εἶμαι αἰσιόδοξος. Γιατί κι ἐγὼ πιστεύω πὼς ἕνα ταξίδι στὰ Κύθηρα εἶναι πάντα δυνατό, γιὰ τὸ μέλλον.

2/5/14

JOSE SARAMAGO : “…ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε…”

Aς ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, ας ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός, ας ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας, ας ιδιωτικοποιηθεί η Δικαιοσύνη και ο Νόμος, ας ιδιωτικοποιηθεί και το περαστικό σύννεφο, ας ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, ειδικά στην περίπτωση που γίνεται την ημέρα και με τα μάτια ανοιχτά. Και σαν κορωνίδα όλων των ιδιωτικοποιήσεων, ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδώστε επιτέλους την εκμετάλλευση υμών των ιδίων σε εταιρίες του ιδιωτικού τομέα με διεθνή διαγωνισμό. Διότι εκεί ακριβώς βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου… Και μια και μπήκατε στον κόπο, ιδιωτικοποιήστε στο φινάλε και την πουτάνα την μάνα που σας γέννησε. Ζοζέ Σαραμάγκοu (Νόμπελ Λογοτεχνίας 1998)

26/3/14

Ραφαηλίδης: Περί αναρχίας «Στη φύση δεν υπάρχει εξουσία, υπάρχει ηγεσία», «Η διαφορά μεταξύ αναρχίας και αναρχοαυτονομίας» και άλλα, σ’ ένα διαχρονικό κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη

Η αναρχία είναι μια κατάσταση φυσική. Κάθε φυσιολογικός άνθρωπος δε μπορεί παρά να νιώθει άσχημα όταν κάποιος ή κάποιοι προσπαθούν να περιορίσουν τη φυσική για κάθε άνθρωπο τάση να φέρεται φυσικά. Η εξουσία είναι κάτι το παρά φύση. Στη φύση δεν υπάρχει εξουσία, υπάρχει ηγεσία. Ηγέτης είναι αυτός που ηγείται, που προηγείται και δείχνει το δρόμο στους άλλους για να μη χαθούν. Το κριάρι δεν ασκεί εξουσία στο κοπάδι, απλώς ηγείται του κοπαδιού. Μια μικρή ή μεγάλη ομάδα ανθρώπων εύκολα δέχεται ως φυσικό ηγέτη αυτόν που αναδεικνύεται φυσικά, μέσα από φυσικές, μη καταναγκαστικές, αυτόματες διαδικασίες. Οι άνθρωποι, ακόμα κι όταν δεν το δείχνουν, πάντα δυσφορούν όταν ο ηγέτης έρχεται έτοιμος απέξω ή πέφτει με αλεξίπτωτο από πάνω. Αναρχία, λοιπόν, είναι η άρνηση κάθε μορφής εξουσίας που δεν είναι φυσική και κοινά αποδεκτή από όλους και όχι μόνον από την πλειοψηφία. Η αναρχία πάει σταθερά κόντρα σε κάθε είδους αρχή, σε κάθε μορφή εξουσίας, θρησκευτική, πολιτική, κομματική. Η αναρχία και η ελευθερία είναι σχεδόν συνώνυμα. Οι προσπάθειες των φιλοσόφων να τοποθετήσουν τα όρια της ατομικής ελευθερίας ενός ανθρώπου δίπλα στα όρια της ατομικής ελευθερίας του κάθε ανθρώπου, δεν είναι παρά μια θεωρητική επιβεβαίωση του κύριου αιτήματος του αναρχισμού για σεβασμό της ατομικότητας και της προσωπικότητας του καθένα. Αρκεί, βέβαια, τούτη η προσωπικότητα να μην είναι χονδροειδώς ετεροκαθορισμένη, και με τον ψυχολογικό μηχανισμό της «ψευδούς συνειδήσεως» να γίνεται αντιληπτή από το άτομο σαν αβίαστα αυτοκαθορισμένη. Δεν είναι δυνατόν κάποιος να πιστεύει πως είναι άνθρωπος με προσωπικότητα, όταν είναι καταφάνερο πως το συνειδησιακό περιεχόμενο της προσωπικότητάς του δε δημιουργήθηκε κάτω από μια πολύ μεγάλη δέσμη ανεμπόδιστων επιδράσεων, αλλά μπήκε στη συνείδηση με «μετάγγιση» από μια κοινή δεξαμενή, ας πούμε από τον Θεό, από την κομματική ιδεολογία, από τη συλλογική «εθνική ψυχή», από τον Αρχηγό. Το αναρχικό κίνημα, με τις πολλές και ποικίλες παραλλαγές του, αποσκοπεί στην εγκαθίδρυση στην κοινωνία καθεστώτος πραγματικής ισότητας, πραγματικής αδελφοσύνης, πραγματικής δικαιοσύνης, έξω και πέρα από κάθε καταναγκασμό που βάζει όρια και στην ισότητα, και στην αδελφοσύνη, και στη δικαιοσύνη. Ο αναρχισμός, η απόρριψη της Αρχής, της εξουσίας σε όλες της τις μορφές, είναι ένα ιδανικό για την αβίαστα και ελεύθερα αυτορυθμιζόμενη προσωπικότητα. Μια συγκεκριμένη «κοινωνία ζώων» δεν αλληλοσπαράσσεται. Τα μέλη της ανακαλύπτουν την αξία της φυσικής κοινωνικότητας μόνα τους, με βάση το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Το φυσικό δίκαιο δεν είναι το δίκαιο της ζούγκλας. Γίνεται, όμως, δίκαιο της ζούγκλας όσον αφορά στις «εξωτερικές σχέσεις». Μια ομάδα ζώων του ίδιου είδους μπορεί να βρίσκεται σε σταθερά εχθρικές σχέσεις με μια άλλη ομάδα ζώων διαφορετικού είδους. Αν αντιμετωπίζουμε τις ανθρώπινες φυλές σαν διαφορετικά ζωικά είδη που αλληλοσπαράσσονται μέχρι εξοντώσεως, τότε δεν είμαστε μόνο ρατσιστές, είμαστε ζώα, αφού ξέρουμε πως όλοι οι άνθρωποι, ασχέτως φυλής, ανήκουν στο ίδιο βιολογικό είδος. Κανένας άνθρωπος δε διαφέρει από τον άλλο όσον αφορά στις βιολογικές λειτουργίες. Κάθε διαφορά στην εξωτερική εμφάνιση έχει σχέση μάλλον με το περιβάλλον παρά με τη βιολογία. Όταν ζεις στη διακεκαυμένη ζώνη είναι σαν να κάνεις μια διαρκή, καταναγκαστική ηλιοθεραπεία. Το δέρμα σου μαυρίζει και το επίκτητο χαρακτηριστικό γίνεται κληρονομικό με την εγγραφή του στο DNA. Κάθε λευκός θα μαυρίσει ύστερα από χίλιες γενιές απογόνων, αν εγκατασταθεί σήμερα στη Νιγηρία, για παράδειγμα. Κάθε διαφορά, λοιπόν, ανάμεσα σε φυλές είναι διαφορά ανάμεσα σε συμφέροντα και όχι σε αίματα. Ο εθνικισμός είναι πολιτιστικό δεδομένο. Στηρίζεται στη διαφορετικότητα των πολιτισμών ή μάλλον στην ιεράρχηση των πολιτισμών, αν δεχτούμε πως θα ήταν δυνατό να υπάρξει μια τέτοια ιεράρχηση, πράγμα που ο μεγάλος εθνολόγος και δημιουργός του δομισμού (στρουχτουραλισμού) Λεβί-Στρός το απορρίπτει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος πολιτισμός, λέει ο Λεβί-Στρος. Κάθε πολιτισμός υπάρχει «καθ’ εαυτόν και διά τον εαυτό του», όπως θα έλεγαν οι υπαρξιστές. Μόνο η τερατώδης αλαζονεία του αποικιοκράτη ευρωπαίου θα κάνει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό μέτρο σύγκρισης για όλους τους άλλους. Γιατί οι ινδιάνοι της Αμερικής να μη βλέπουν σαν κατώτερο του δικού τους τον εξοντωτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό που τους καθυπόταξε; Και τι θα μπορούσε να σημαίνει η νοσταλγία του «πολιτισμένου» για το «χαμένο παράδεισο», αν όχι μια αναγνώριση της αξίας πολιτισμών που δε μοιάζουν με το δικό του; Ο αναρχισμός πριν απ’ όλα είναι μια αποδοχή της ετερότητας, ένας σεβασμός του διαφορετικού, μια συνεργασία με το «όλως άλλο», όπως θα έλεγε ο Κροπότκιν. Ο αναρχισμός, δίνοντας έμφαση στην αυτοκαθοριζόμενη προσωπικότητα, είναι φυσικό να απεχθάνεται κάθε αγελαία συμπεριφορά ακόμα και την εθνικιστική, πολύ περισσότερο τη ρατσιστική. Ωστόσο, κάθε τόσο εμφανίζονται αγέλες «αναρχικών». Βέβαια, δεν πρόκειται για κλασικού τύπου αναρχικούς, αλλά για «αναρχοαυτόνομους», που είναι το ακριβώς αντίθετο των αναρχικών. Οι αναρχικοί είναι εξόχως κοινωνικοποιημένα άτομα. Κύριος στόχος τους είναι η δημιουργία μιας όσο το δυνατόν πιο φυσικής κοινωνίας, χωρίς καταναγκασμούς και καταπίεση. Οι αναρχοαυτόνομοι, αντίθετα, είναι τέρατα εγωισμού, επιδεικτικά εχθρικοί όχι μόνο προς τον αντιφρονούντα, αλλά και προς τον ομοϊδεάτη τους. Είναι αυτοί ακριβώς που γελοιοποιούν σταθερά και μόνιμα το αναρχικό κίνημα, με την ίδια περίπου έννοια που οι γραφειοκράτες κομμουνιστές γελοιοποιούν σταθερά και μόνιμα το κομμουνιστικό κίνημα. Βασίλης Ραφαηλίδης, Η μεγάλη περιπέτεια του Μαρξισμού

12/2/14

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ: "Επιστολή προς Μενοικέα"

" Όσο είναι κανείς νέος ας μην αναβάλλει για το μέλλον τη φιλοσοφία, μα κι όταν γεράσει ας μην βαριέται να φιλοσοφεί. Γιατί για κανέναν δεν είναι ποτέ νωρίς και ποτέ αργά για ότι έχει να κάνει με την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει πως δεν ήρθε ακόμα η ώρα για φιλοσοφία ή ότι πέρασε πια ο καιρός, μοιάζει με άνθρωπο που λέει πως δεν είναι ώρα τώρα για την ευτυχία ή πως δεν έμεινε πια καιρός γι' αυτήν. Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο γέρος και ο νέος: ο ένας ώστε καθώς γερνά, να νιώθει νέος μες στα αγαθά που του προσφέρει η χάρη των περασμένων ενώ ο άλλος, αν και νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, αφού δεν θα 'χει αγωνία για το αύριο. Χρειάζεται, λοιπόν, να στοχαζόμαστε τα όσα φέρνουν την ευδαιμονία, αφού όταν την έχουμε, έχουμε τα πάντα, κι όταν τη στερούμαστε κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε. Να πράττεις και να μελετάς αυτά που συνεχώς σου παράγγελνα, θεωρώντας τα ως βασικές αρχές του καλώς ζην. Πρέπει να 'χουμε κατά νου ότι από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές και άλλες μάταιες. Από τις φυσικές, πάλι, άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές. Τέλος, ορισμένες από τις αναγκαίες επιθυμίες μας είναι δεμένες με την ευδαιμονία μας, άλλες με την ευεξία του σώματος μας κι άλλες με την ίδια μας την επιβίωση. Αν τα μελετήσουμε αυτά χωρίς ψευδαισθήσεις, θα είμαστε σε θέση να ανάγουμε κάθε επιλογή και κάθε αποφυγή μας στην υγεία του σώματος και στην γαλήνη της ψυχής, μιας και αυτά είναι ότι έχει να σου προσφέρει μια ευτυχισμένη ζωή. Γιατί όλα γι' αυτό τα κάνουμε: για να μη πονούμε και για να μη μας ταράζει τίποτα. Απαξ και το εξασφαλίσουμε αυτό, κοπάζει η φουρτούνα της ψυχής, αφού το έμψυχο ον δεν έχει λόγο να περιπλανηθεί αναζητώντας κάτι άλλο, αναγκαίο για να συμπληρώσει την ευεξία της ψυχής και του σώματος. Γιατί τότε μόνο έχουμε ανάγκη από την ηδονή, όταν η απουσία της μας κάνει να υποφέρουμε. Ενώ όταν τίποτα δεν ζορίζει την ψυχή μας, δεν έχουμε ανάγκη να την επιδιώξουμε. Και γι' αυτό λέω πως η ηδονή είναι αρχή και σκοπός του μακαρίως ζην: γιατί αναγνώρισα ότι είναι το πρωταρχικό και συγγενικό με τη φύση μας αγαθό και ότι αυτή είναι η αφετηρία για κάθε επιλογή και για κάθε αποφυγή μας, και ότι σ' αυτήν καταλήγουμε πάλι, όταν αποτιμάμε το κάθε αγαθό, έχοντας ως κριτήριο το τι αισθανόμαστε. Κι ακριβώς επειδή είναι το πρωταρχικό και σύμφυτο μ' εμάς αγαθό, για τούτο δεν επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή, αλλά συμβαίνει ορισμένες φορές να γυρίζουμε την πλάτη μας σε πολλές ηδονές, όταν τα προβλήματα που προκαλούν αυτές οι ηδονές είναι για μας μεγαλύτερα και υπάρχουν, από την άλλη, πολλοί πόνοι που τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, εφόσον η ηδονή που θα ακολουθήσει άμα τους υπομείνουμε για κάμποσο θα είναι για μας μεγαλύτερη. Κάθε ηδονή λοιπόν, ακριβώς επειδή η φύση της μας είναι συγγενική, είναι καλό πράγμα δεν συμβαίνει όμως να επιλέγουμε αδιακρίτως κάθε ηδονή. Ακριβώς όπως κάθε πόνος είναι κακό πράγμα κι ωστόσο δεν είναι όλοι οι πόνοι τέτοιοι που να μπορούμε να τους αποφεύγουμε. Είναι καθήκον μας, εντούτοις, να τα κρίνουμε όλα αυτά παραβάλλοντας και συγκρίνοντας το ένα με το άλλο και εξετάζοντας προσεκτικά τι συμφέρει και τι όχι. Γιατί ορισμένες φορές μεταχειριζόμαστε το αγαθό ως κακό και αντιστρόφως. Το να αρκείται κανείς σ' αυτά που έχει, το θεωρώ πολύ σπουδαίο αγαθό: όχι για να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά με τη γνήσια πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πολύ καλύτερα οι άνθρωποι που δεν την έχουν και τόσο ανάγκη, και ότι τα φυσικά πράγματα, όλα, μπορεί εύκολα να τα αποκτά κανείς, ενώ το περιττό το αποκτάς δύσκολα" ότι μια σκέτη σούπα θα σου δώσει ίση ευχαρίστηση με ένα πολυτελές γεύμα, όταν έχει φύγει όλο το δυσάρεστο αίσθημα από την έλλειψη τροφής και ότι το ψωμί και το νερό δίνουν τη μεγαλύτερη ηδονή όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη. Το να συνηθίζει λοιπόν κανείς στον απλό τρόπο ζωής κι όχι στην πολυτέλεια, δεν βοηθά μόνο την υγεία αλλά κάνει επίσης τον άνθρωπο ικανό να αντεπεξέρχεται με αποφασιστικότητα στις αναγκαίες ενασχολήσεις της ζωής' μας κάνει να το ευχαριστιόμαστε περισσότερο όταν, αραιά και πού, παίρνουμε μέρος σε πολυτελή γεύματα και μας προετοιμάζει να σταθούμε άφοβοι μπρος στα παιχνίδια της τύχης. Όταν λοιπόν υποστηρίζουμε ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και των αισθησιακών απολαύσεων, όπως νομίζουν κάποιοι από άγνοια κι επειδή διαφωνούν μαζί μας ή παίρνουν στραβά τα λόγια μας, αλλά εννοούμε το να μην υποφέρει κανείς σωματικούς πόνους και το να μην είναι η ψυχή του ταραγμένη. Γιατί τη γλυκιά ζωή δε μας την προσφέρουν τα φαγοπότια κι οι διασκεδάσεις, ούτε οι απολαύσεις με αγόρια και γυναίκες, ούτε τα ψάρια και τα άλλα εδέσματα που προσφέρει ένα πολυτελές τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός, αυτός που ερευνά τα αίτια κάθε προτίμησης μας ή κάθε αποφυγής μας, και αποδιώχνει τις δοξασίες που με τόση σύγχυση γεμίζουν την ψυχή μας. Αφετηρία για όλα αυτά, και μέγιστο αγαθό συνάμα, είναι η φρόνηση. Γι' αυτό και είναι πολυτιμότερη η φρόνηση κι από τη φιλοσοφία ακόμα, γιατί απ' αυτήν απορρέουν όλες οι αρετές: η φρόνηση που μας διδάσκει ότι δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς χαρούμενα αν η ζωή του δεν έχει γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη, κι ούτε πάλι μπορεί να 'χει η ζωή του γνώση, ομορφιά και δικαιοσύνη αν δεν έχει και χαρά. Γιατί οι αρετές αυτές είναι σύμφυτες με το να ζει κανείς ευτυχισμένα, κι η ευτυχισμένη ζωή είναι αξεχώριστη από τις αρετές. Ποιον άραγε θεωρείς καλύτερο από εκείνον που έχει αγνή και καθάρια γνώμη για τους θεούς και που 'χει ξεπεράσει τελείως το φόβο του θανάτου; Που έχει αναλογιστεί το σκοπό που έθεσε η φύση, που έχει αντιληφθεί πόσο εύκολα αγγίζει κανείς και κατακτά το όριο των καλών πραγμάτων και πόσο μικρή είναι η διάρκεια ή η ένταση των κακών. Εκείνον που κοροϊδεύει την Αναγκαιότητα -που κάποιοι την παρουσιάζουν ως την απόλυτη εξουσιάστρια των πάντων-, και βεβαιώνει ότι άλλα πράγματα συμβαίνουν αναγκαστικά, άλλα οφείλονται στην τύχη, άλλα όμως περνούν από το χέρι μας γιατί το βλέπει ότι η αναγκαιότητα δεν φέρει ουδεμία ευθύνη κι η τύχη είναι άστατη, όμως εκείνο που εξαρτάται από εμάς είναι ελεύθερο και φυσικά επιδέχεται τη μομφή όσο και τον έπαινο. Αλλά και την Τύχη, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν τη θεωρεί θεά όπως κάνουν οι πολλοί αφού από ένα θεό τίποτα δεν γίνεται άτακτα. Ούτε την θεωρεί ως αστάθμητη αιτία όλων των πραγμάτων γιατί δεν πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται στους ανθρώπους το καλό ή το κακό ως προς την ευτυχία τους. Πιστεύει ότι η τύχη είναι απλώς μια αφετηρία για μεγάλα καλά ή μεγάλα δεινά. Πιστεύει πως είναι καλύτερα να ατυχήσει μετά από σωστή σκέψη παρά να σταθεί τυχερός όντας παράλογος. Γιατί στις ανθρώπινες πράξεις καλύτερα να πάει στραβά κάτι το οποίο βασίστηκε σε σωστή κρίση παρά να πετύχει ένας σκοπός που δεν τέθηκε με σωστή κρίση. Αυτά λοιπόν, κι όσα σχετίζονται μαζί τους, να τα στοχάζεσαι μέρα και νύχτα, μόνος σου ή με κάποιον σαν και σένα, και ποτέ σου δεν πρόκειται να ταραχτείς, είτε στον ύπνο σου είτε στον ξύπνιο σου και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους. Γιατί δεν μοιάζει με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά. Πρώτα-πρώτα, το θεό να τον θεωρείς ως ένα ον άφθαρτο και μακάριο, όπως μας τον παρουσιάζει η κοινή σε όλους τους ανθρώπους παράσταση του. Μην του προσάπτεις τίποτα το άσχετο με την αφθαρσία και αταίριαστο με τη μακαριότητα του. Πίστευε, αντίθετα, σε οτιδήποτε μπορεί να διαφυλάξει τη μακαριότητα και την αφθαρσία του. Οι θεοί υπάρχουν, μιας και η γνώση που έχουμε γι' αυτούς είναι ολοκάθαρη. Δεν είναι όμως τέτοιοι όπως τους φαντάζεται ο πολύς ο κόσμος. Γιατί ο κόσμος δεν κρατά ακέραιη την αρχική παράσταση των θεών. Ασεβής δεν είναι αυτός που βγάζει από τη μέση τους θεούς στους οποίους πιστεύει ο πολύς κόσμος, ασεβής είναι αυτός που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες των πολλών. Οι απόψεις του κόσμου για το θεό δεν είναι ξεκάθαρες προλήψεις αλλά ψευδείς δοξασίες. Από δω και η ιδέα ότι οι θεοί προκαλούν στους κακούς τα μεγαλύτερα δεινά και ότι ευεργετούν τους καλούς. Διότι οι άνθρωποι είναι εξοικειωμένοι με τις δικές τους αρετές και αποδέχονται τους όμοιους των ενώ το διαφορετικό το θεωρούν ξένο και εχθρικό. Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση μας όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι' αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που 'χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται το θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν' αποφύγουν το θάνατο σαν να 'ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν' αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του* όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς «αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη» Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αποσύρεται από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το 'χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ' αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία. Πηγή: «ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ» Εκδόσεις ΘΥΡΑΘΕΝ