23/10/19

Ελληνικό κράτος και… παρακράτος

Ελληνικό κράτος και… παρακράτος
Κείμενο: Βασίλης Ραφαηλίδης
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 στην Αθήνα
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 στην Αθήνα
Το κράτος που προέκυψε από την Ελληνική Επανά­σταση έπρεπε να είναι ελληνικό, αφού αυτή έγινε στο έδαφος που στην αρχαιότητα βρίσκονταν οι ελληνικές πόλεις – κράτη!
Πώς, όμως, θα ήταν ελληνικό ένα κράτος που θα συναποτελούνταν από λαούς πολλών εθνοτήτων που κατοικούσαν στην ίδια περιοχή; 
Την Επανάσταση την έκαναν όλοι αυτοί οι λαοί από κοινού.
Ειδικότερα ο ρόλος των Αρβανιτών σε αυτήν είναι αναμφισβήτητος. Γνωστός, αλλά αμφισβητούμενος εί­ναι επίσης ο ρόλος των εξισλαμισμένων Ελλήνων. Γιατί υπήρχαν και τέτοιοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, πρά­γμα που αποκρύβεται ωστόσο για να υπερτονιστεί ο ρό­λος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Επανάσταση. Που δεν ήταν μικρός, όχι όμως και πρωταγωνιστικός. Γιατί πρωταγωνιστές της Επανάστασης ήταν οι λαοί που κα­τοικούσαν στην Ελλάδα και υποκινητές της οι εύποροι  Έλληνες της διασποράς.
Τo ότι οι Έλληνες έγιναν και νομικά κατοχυρωμένοι χριστιανοί μόνο μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους γίνεται φανερό, μεταξύ άλλων, και από τη θρησκευτική συμπεριφορά των Κρητών στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. 
Η πλειονότητα των Κρητών άλλαξε τρεις φορές θρή­σκευμα. ‘Οσοι εξισλαμίστηκαν – δεν είναι σωστό να λέμε «τούρκεψαν» γιατί και οι εξισλαμισμένοι παρέμεναν Έλληνες, ως το βαθμό που είχαν μια, έτσι κι αλλιώς, εξασθενημένη εθνική συνείδηση που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ισχυρή σε όλους τους Έλληνες και εξακο­λουθεί να μην είναι- όσοι λοιπόν Κρήτες εξισλαμίστη­καν, άλλαξαν την τυπική στα κρητικά επίθετα κατάλη­ξη σε «-ής» (π.χ. Αγγελής, Σμαραγδής) και την έκαναν «άκης».
Αυτή η δεύτερη υποκοριστική κατάληξη, που την έδωσαν οι μη εξισλαμισθέντες στους εξισλαμισθέντες, δηλώνει μια πρόθεση υποτίμησης από τη μεριά των πρώτων για τους δεύτερους. Ετσι, ο Αγγελής έγινε «ένας μικρός Αγγελής» (Αγγελάκης) και ο Σμαραγδής ένας «μικρός Σμαραγδής» (Σμαραγδάκης). Αν κρίνουμε από την πληθώρα των καταλήξεων σε «-άκης» των ση­μερινών κρητικών επιθέτων, εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι περισσότεροι Κρήτες σε κάποια φάση της ιστορίας τους εξισλαμίστηκαν, για να εκχρι­στιανιστούν και πάλι αργότερα, όταν το έκριναν σκόπι­μο και συμφέρον, κι όχι όταν τους «φώτισε ο Θεός», που δεν είχε κανένα λόγο να τους ξεφωτίσει προηγου­μένως.

To ίδιο προφανώς συνέβη και στην ηπειρωτική Ελλά­δα, όπως μαρτυρούν οι πάμπολλες καταλήξεις επιθέ­των σε «-γλου», που είναι το τουρκικό ανάλογο της τυ­πικά και καθαρά ελληνικής κατάληξης σε «-ίδης» και σημαίνει «γιος του». (Γιος του Ραφαήλ, στη δική μου περίπτωση. Ο παππούς μου, πάντως, που καταγόταν από την Καισάρεια λεγόταν Ραφαήλογλου). 
Άλλωστε και σήμερα πάμπολλοι ‘Ελληνες συνεχίζουν να φέρουν τουρκικούς τίτλους ευγενείας και αξιωμάτων που τους μετέτρεψαν σε επίθετα: Πασάς, Μπέης, Μπαϊρακτάρης . κτλ. 
Το πόσο εύκολα αλλάζουν θρήσκευμα οι άνθρω­ποι, όταν οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες το επι­βάλλουν, είναι κάτι που ποτέ δε θα καταλάβουν οι παπάδες. Που πιστεύουν πως αρκεί να βαφτιστείς για να μείνει για πάντα σκαλωμένη πάνω σου η «θεία χά­ρις». (Και μένα με βάφτισαν, αλλά δεν έμεινε τίποτα από τη «θεία χάρι» πάνω μου, και δε νιώθω μειονε­κτικά γι’ αυτό).
Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Κακλαμάνης, λοιπόν, στο βιβλίο του «Επί της δομής του νεοελληνικού κράτους» (γι’ αυτό το φοβερό βιβλίο μιλάμε και σήμερα, για τρίτη κατά σειρά Κυριακή) λέει πως όταν ιδρυόταν το νεοελληνικό κράτος μπήκε αυτόματα το πρόβλημα περί της δομής του: Τι μορφή έπρεπε να έχει το νέο κράτος; Οι εναλ­λακτικές λύσεις, που όλες συζητήθηκαν, ήταν τέσσερις:
1. ‘Ενα υπερεθνικό κράτος, σαν αυτό που είχε προτεί­νει ο Ρήγας Φεραίος, τούτος ο μεγάλος διεθνιστής.
2). Το ασαφές κράτος της Μεγάλης Ιδέας, που πρότεινε ο Κωλέττης ο και δημιουργός του καταστροφικού όρου. Βέβαια, ο Κωλέττης δεν ήξερε τι ακριβώς εννοούσε, πάντως είχε στο νου του κάτι σαν τη Βυζαντινή Αυτο­κρατορία ή την Αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάν­δρου, πράγμα που τον κατατάσσει αυτομάτως στην κα­τηγορία των μεγάλων ηλιθίων, ή μάλλον των μεγάλων δημαγωγών
3. Ένα ομοσπονδιακό κράτος που θα πε­ριλάμβανε όλους τους ορθοδόξους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ασχέτως εθνότητας. Φυ­σικά μια τέτοια ομοσπονδία θα ήταν θεοκρατική και το σχέδιο πρέπει να ήταν μάλλον κανενός δεσπότη. 
Και 4. Ένα «εθνικό κράτος», λύση που τελικά επικράτησε και επιβλήθηκε. Η μορφή λοιπόν βρέθηκε. ‘Επρεπε όμως να βρεθεί και το περιεχόμενο. Αλλά περιεχόμενο δε βρισκόταν γιατί δεν υπήρχε. 
Ποια θα ήταν η εθνότητα στην οποία θα στηριζόταν το «εθνικό κράτος»; 
Οι Έλληνες; 
Και τι θα απογίνονταν οι πάμπολλοι, μη ‘Ελληνες που κατοικούσαν στην Ελλάδα; 
Θα τους έδιωχναν; 
Κι αν τους έδιωχναν, πράγμα ακατανόητο αφού έπαιξαν έναν πο­λύ σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση, τα όρια του κράτους θα συρρικνώνονταν σχεδόν στα πλαίσια της αρχαίας πόλης – κράτους.
Αποφάσισαν, λοιπόν, να κάνουν το κορόιδο και να φκιάξουν ένα «εθνικό κράτος» άνευ εθνότητος. Σαν να λέμε μια σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Όμως σύντομα οι πολιτικοί βρήκαν το σκόρδο. Και τι σκόρδο! 
Την Ορ­θοδοξία με τα λιβάνια της, τα εξαπτέρυγά της, τις φαν­ταχτερές θρησκευτικές τελετές της. ‘Ηταν ό,τι χρειαζό­ταν για να πάρει το νέο κράτος κάτι από το Βυζάντιο, άνευ Βυζαντίου. (Και πάλι, δηλαδή, σκορδαλιά χωρίς σκόρδο).
Με τα χρόνια, όμως, το σκόρδο απόχτησε υπόσταση. Τίποτα δεν είναι πιο αποτελεσματικό από το πες και ξαναπές. Με το πες πες, λοιπόν, των παπάδων, στο τέ­λος το πιστέψαμε: Η εθνική μας ουσία βρίσκεται στην Ορθοδοξία. ‘Οσο για τους αρχαίους προγόνους, περί των οποίων οι παπάδες έχουν παχυλή άγνοια, τους βά­λαμε τσόντα σαν πρώτο συνθετικό στην τεχνητή λέξη «ελληνοχριστιανικός». Δια της σοφιστικής, το πρόβλη­μα ελύθη. Δηλαδή, παραμένει και σήμερα άλυτο.
Δεν είμαστε λοιπόν Έλληνες. Είμαστε Ελληνοχριστιανοί. Δηλαδή, ένα φανταστικό νόθο είδος προερχόμενο από οιωνεί διασταύρωση γάτας με ελέφαντα. Πάντως, ο τεχνητός όρος αφήνει πολλά περιθώρια πολιτογράφη­σης δια της βαπτίσεως. Ο καθένας είναι αρκετό να βα­φτιστεί ορθόδοξος για να γίνει αυτομάτως Ελληνορθό­δοξος. Κι αν απαρνηθεί το χριστιανισμό είναι σαν να απαρνιέται και τον ελληνισμό, ακόμα και στην περί­πτωση που είναι διαποτισμένος μέχρι μυελού οστέων από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, τη μόνη σταθερά ανά τους αιώνες συνιστώσα της έννοιας ελληνικότητα.
Οι αρχαίοι μας «πρόγονοι» έλεγαν: Πας μη ‘Ελλην βάρβαρος
Σήμερα θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε τους όρους της πρότασης και να πούμε: Πας μη βάρ­βαρος ‘Ελλην
Που σημαίνει πως ‘Ελληνες σήμερα είναι οι κάτοικοι ολόκληρης της πολιτισμένης ανθρωπότη­τας, αφού ο σημερινός παγκόσμιος και υπερεθνικός πολιτισμός δεν είναι παρά η μετεξέλιξη του αρχαίου ελ­ληνικού πολιτισμού. 
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται παν­τού – και πουθενά συγκεκριμένα. Κυρίως δε βρίσκε­ται στα ενδιαιτήματα των παραθρησκευτικών οργανώ­σεων Ζωή και Σωτήρ. Και βέβαια, από την παγκόσμια Ελλάδα αποκλείονται εξ ορισμού οι ‘Ελληνες «εθνικό­φρονες» σαν στερούμενοι παντελώς ελληνικής παιδείας – δηλαδή, παιδείας, σκέτα.
‘Οπως, ευφυέστατα, παρατηρεί ο Κακλαμάνης, όλες οι λύσεις για τη μορφή του νέου ελληνικού κράτους έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το γεγονός πως αποτε­λούν σχέδια ή προθέσεις μιας ιστορικής οπισθοδρόμησης προς βυζαντινές καταστάσεις προοθωμανικής επο­χής. Διότι, συνεχίζει ο Κακλαμάνης, από την ιστορική αντιπαράθεση χριστιανισμού και Ισλάμ, οι αιώνες δημι­ούργησαν το οθωμανικό ιστορικό μόρφωμα ως ένα δε­σμό του Ισλάμ με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, όπως ακριβώς απαιτούσε η ενότητα της μεσογειακής περιοχής. Και όσο το γρηγορότερο το καταλάβουμε αυτό, προσθέτω εγώ, τόσο το καλύτερο για την ιστορι­κή μας υπόσταση ως μεσογειακού λαού. (Ο Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ στην «Παγκόσμια Πρόκληση» δεν διίσταται πολύ του Κακλαμάνη).
‘Απαξ και δημιουργήθηκε το νέο ελληνικό κράτος στη βάση του τέταρτου σχεδίου, οι καταστάσεις πολιτιστι­κής αυτοτέλειας των διαφόρων τμημάτων του ελληνι­σμού, λέει ο Κακλαμάνης, άρχισαν να μην μπορούν να αναγνωριστούν μέσα στα πλαίσια του «εθνικού κρά­τους» όπου αναγκαστικά συνέρεαν. Εξαρχής και μέχρι σήμερα προέκυψε το πρόβλημα περί του ενωτικού των Ελλήνων δεσμού, δηλαδή αυτό που λέγεται «πρόβλημα εθνικής ταυτότητας» ή «εθνικής ιδεολογίας».
Και πώς να υπάρξει ταυτότητα στα αταύτιστα και εθνική ιδεολογία στην ανυπαρξία και εθνότητας και συνοδευτικής της εθνότητας ιδεολογίας; Οι Έλληνες ακόμα ψάχνουν την εθνική τους. ταυτότητα. Και επειδή δεν τη βρίσκουν, περιορίζονται… στην αστυνομική ταυ­τότητα: Για να είσαι ‘Ελλην είναι αρκετό τούτο να ανα­γράφεται στην αστυνομική σου ταυτότητα. Μα, είναι δυ­νατόν; Είναι, σ’ ένα κράτος που στηρίχτηκε στον κατα­ναγκασμό προκειμένου να μας κάνει να αποχτήσουμε με το ζόρι την εθνική συνείδηση που δεν είχαμε. Πράγμα που δίνει το δικαίωμα στον κάθε ταγματασφαλίτη να εμφανίζεται ως ο ακραιφνέστερος των Ελλή­νων και στον κάθε τενεκέ να βγάζει λόγους βλακώδεις κατά τις εθνικές επετείους.
Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση του ελληνοχριστια­νικού αλαλούμ σε τούτη τη χώρα των μίζερων θαυμά­των, όπου οι Παναγίες κλαιν με ψύλλου πήδημα σαν τις κυράτσες που βλέπουν επί της οθόνης το «Μάνα μου παραστράτησα», εγώ και ο Κακλαμάνης, και πιστεύω όλοι οι ομοφρονούντες (πολιτιστικά εννοώ) γνήσιοι Έλληνες, δηλώνουμε υπεύθυνα πως θα παραδώσουμε την αστυνομική ταυτότητα στον παπά της ενορίας (όχι στο αστυνομικό τμήμα, διότι είναι καθ’ ύλην αναρμό­διο) και θα πάμε στην Αφρική να δούμε γνήσια θαύμα­τα, π.χ. ένα μαγείρεμα στο καζάνι; με αφρικανικά μπα­χαρικά, κάποιου ευτραφούς ιεραπόστολου.
Δεν αντέχουμε άλλο τα δάκρυα της Παναγίας. Μας σπαράσσουν την καρδιά. Μας τη σπαράσσουν για το χάλι τούτου του ελληνοχριστιανικού τόπου, όπου η αμά­θεια πάει πάντα στο ραντεβού της με τη βλακεία και πιασμένες χέρι χέρι προχωρούν παραδίπλα, όπου τους περιμένει η κακοήθεια.
Αφού, λοιπόν, λέει ο Κακλαμάνης, η εκκλησία και ο αυτοχθονισμός αποτελούν το κράτος, ο ετεροχθονισμός αναγκαστικά θα καταλάμβανε τους πέραν του κράτους μηχανισμούς και διαδικασίες, δηλαδή ένα χώ­ρο ιστορικά προσφορότερο. Να, λοιπόν, δίπλα στο κράτος και το παρακράτος. Αποτελείται και τούτο από Ελληνοχριστιανούς. Μόνο που αυτοί δεν μπόρεσαν προς το παρόν να εκπορθή­σουν το κράτος και γι’ αυτό δημιούργησαν το παρακρά­τος, την αναγκαία εν Ελλάδι προϋπόθεση για την ύπαρξη κράτους. Στην πραγματικότητα το ελληνικό κράτος είναι δύο κράτη: Το κράτος και το δορυφορικό του παρακράτος με την παραχριστιανική ιδεολογία του Και την ελληνικότατη παραοικονομία του.
Το παρακράτος έχει τις παρατράπεζές του, τις παρα-θρησκείες του, την παρα-αστυνομία του, την παρα-ηθική του – και την παράνοιά του. Στην Ελλάδα των κουμπάρων, το κράτος και το παρακράτος βρίσκονται σε συνεχή όσμωση: Εύκολα ένας κρατικός γίνεται πα­ρακρατικός κι ακόμα πιο εύκολα ένας παρακρατικός γίνεται κρατικός. Στον ελληνικό οχετό το ρεύμα της βρωμιάς είναι αναμφίδρομο. Κράτος και παρακράτος προμηθεύουν άλληλα με κοπριά και αλληλοσυντηρούν- ται εις τον αιώνα των αιώνων με τις ευλογίες των δε­σποτάδων, των οποίων το οσφρητικό νεύρο έχει πιάσει πουρί, έτσι που χώνουν τη μύτη τους όπου λάχει. Βλέ­πετε , αυτοί έχουν την ορθή δόξα (την ορθή άποψη) για τα περί την οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας. Που ού­τε ελληνική είναι, αφού είναι απολίτιστη (ορίσαμε την ελληνικότητα ως συνώνυμο του πολιτισμού), ούτε κοι­νωνία είναι, αφού τα μέλη της αλληλοσπαράσσονται με τέτοια μανία.
ΠΡΟ ΑΥΤΟΥ του μηδενός, που είναι το άμορφο ελ­ληνικό κράτος με τις οργανωτικές δυσπλασίες του και τα ανίατα καρκινώματα, η εκκλησία ήταν προφανώς το παν, όπως προπαντός μηδενός «παν» είναι το κάτι, παρατηρεί δηκτικότατα ο Κακλαμάνης.
Τουλάχιστον η Εκκλησία έχει μια Ιερά Σύνοδο, που είναι τόσο Ιερά ώστε ο ένας δεσπότης να μπορεί να φτύνει τον άλλον ιερότατα και αμέσως μετά να ζητάει άφεση αμαρτιών, ώστε να μπορέσει ξεκούραστος από το φορτίο των αμαρτιών, που τις ξεφορτώθηκε με τον ευκολότερο τρόπο, να κάνει κάποιες καινούριες που κι αυτές θα τις ξεφορτωθεί (χάρη στη σπουδαία φάμπρι­κα της μετάνοιας) ώστε να μπορέσει να κάνει κι άλλες – και πάει λέγοντας, στον αιώνα των αιώνων.
Ο ελληνοχριστιανισμός ξέρει να συγχωρεί. Εξ ού και οι περίφημες δηλώσεις μετανοίας: Λες και το αντιελληνοχριστιανικό σου αμάρτημα στο χωροφύλακα, που υποκαθιστά τον παπά, κι εκείνος σου δίνει άφεση αμαρτιών προκειμένου να επανακάμψεις στην αγέλη των ελληνορθοδόξων. Όπως λέει ο Κακλαμάνης, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου «εκκαθαριζόταν» αυ­τός που τύχαινε να μιλήσει για ελληνικότητα και δεν εκκαθαριζόταν βέβαια αυτός που μιλούσε για εθνικοφροσύνη. Στην ελληνοχριστιανική αντίληψη ωστόσο περί κράτους η ελληνικότητα και η εθνικοφροσύνη αποτελούν έννοιες αντιφατικές και αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενες. Που σημαίνει:Ή είσαι «Έλληνας», οπότε δεν έχεις θέση στην Ελ­λάδα, ή είσαι «εθνικόφρων», οπότε το ελληνοχριστιανι­κό κράτος σου ανοίγει τις βρώμικες αγκάλες του. Ο Κακλαμάνης κι εγώ, ασφαλώς και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ακόμα, διαλέξαμε να είμαστε Έλληνες και όχι εθνικόφρονες.
(1.3.87) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος

«Θέμος Κορνάρος – Χειρόγραφα και άλλα τεκμήρια»

Από τη σπάνια έκδοση 
«Θέμος Κορνάρος – Χειρόγραφα και άλλα τεκμήρια» 
(εκδ. Χρόνος, Αθήνα 1974)





'' Έρχομαι από το πιο μακρινό ταξίδι της ζωής μου. Κι από το πιο δύσκολο: Από την Ελλάδα. Κράτησε πάνω από χρόνο. Το ήθελα πάνω από χρόνο. Διαβατήριο μου χορηγούσανε οι αρχές για όλα τα μέρη του κόσμου, από τη Σκανδιναβική ως την Κίνα. Στο χωριό μου, στην πατρίδα μου, να μην πάω! Αυτό ήτανε απαγορευμένο. Από το 1957 πολιορκούσα το χωριό που γεννήθηκα. Δυο φορές με γυρίσανε από το λιμάνι του Ηρακλείου. Πολλές φορές μου δηλώσανε οι αρχές πως η παρουσία μου στη Θράκη ή στη Μακεδονία είναι ανεπιθύμητη. Για την Πελοπόννησο ή για την Ήπειρο εισιτήριο δεν υπήρχε. Από τους Αμπελόκηπους και πέρα χρειαζότανε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Για ποιο λόγο άραγε; τις επιφανειακές δικαιολογίες τις έχομε μπουχτίσει. Τον αληθινό λόγο ζητούμε. Τον υποψιαζόμουνα αυτό το λόγο. Μα και πάλι υπήρχανε αμφιβολίες. Δεν αποφασίζει κανείς τόσο εύκολα να καταδικάσει τον αντίπαλο όταν αυτός περπατάει όρθιος με τα δυο του πόδια. Πάντα ελπίζεις πως κάτω από το στρώμα των εφήμερων παθών, κάτω από την επιφάνεια του μίσους και του φόβου, υπάρχει — έστω αλυσοδεμένη κι’ αιχμάλωτη μια ψυχή ανθρώπινη.
Έτσι δεν ήθελα ποτέ ν’ αφήσω τον εαυτό μου να πιστέψει πως οι απαγορεύσεις και οι διωγμοί, αποσκοπούσανε, στο να μην υπάρξει μαρτυρία για το φονικό, ενός ολάκερου λαού. Σήμερα είμαι σέ θέση να έχω προσωπική αντίληψη και γνώμη για την κατάντια αυτού του λαού, για τους λόγους που την υπαγορεύσανε. Και για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν.
Αισθάνομαι, ύστερ’ από το ταξίδι στην Ελληνική επαρχία, στο ελληνικό χωριό, πως βγαίνω από ένα πεδίο μάχης. Μάχης πού κράτησε είκοσι χρόνια, κι’ είχε σκοπό να γονατίσει, να εξευτελίσει, ή να σκοτώσει την Ελλάδα την ίδια.
Και είμαι σέ θέση να φέρω υπεύθυνα πια το φριχτό μήνυμα στους ανθρώπους της βιτρίνας των πόλεων και στους ανθρώπους που τάξανε σκοπό τους να γνωρίσουνε, να εκφράσουνε και να διαφωτίσουνε την ανθρώπινη ψυχή.
Και το μήνυμα λέει: Στόν αέρα δουλεύει η μηχανή των ταλαντούχων. Μελετούμε και γράφουμε — σε δουλειά να βρισκόμαστε. Για ένα λαό που δεν γνωρίζουμε τη μαύρη του μοίρα. Υποθέσεις κάνουμε σε αδιέξοδα ή σε βιτρινοπόλεις περιπλανούμαστε, όχι γιατί δεν έχουμε συνείδηση του σφαλερού δρόμου που ακολουθούμε,  αλλά γιατί φοβηθήκαμε να βγάλουμε τη φωνή διαμαρτυρίας την ώρα του σφαγιασμού αυτού του λαού, και τώρα πάμε να κρυφτούμε από τη συνείδηση που, μυρίζοντας το πτώμα, ετοιμάζεται να ζητήσει λογαριασμούς και ευθύνες.
Δεν υπάρχει τόπος να κρυφτεί κανείς. Εδώ έχει συντελεστεί ένα φριχτό έγκλημα, στιγμή με στιγμή από το 1944 ως το 1964. Κι ο καθένας έχει το μερτικό του στις ευθύνες είτε με σπαθί και τουφέκι βοήθησε, είτε με την ανοχή και τη σιωπή του.
Στην αρχή – αρχή τού τραγικού πίνακα της Ελληνικής αυτής εικοσαετίας βλέπεις μια μεγαλόπρεπη σκηνή. Πάνοπλο το 1821, τους θρυλικούς ήρωες και με τους μάρτυρες και τους αγώνες του, να γονατίζει μπροστά στην Αρματωμένη Εθνική αντίσταση των νεωτέρων χρόνων αναγνωρίζοντάς της πως αυτή βοήθησε την Ελλάδα πιο θαρραλέα, πιο ολοκληρωμένα, να ξεπεραστεί.
Και προλαβαίνεις ακόμη, συμμάχους κι εχθρούς, στα τελευταία τους χειροκροτήματα για το σύμμαχο που έδωσε την αναμφισβήτητη νίκη. Ακούς ξεκάθαρα τις ζητωκραυγές τους και τα παινέματα για τον πιο γενναίο Λαό της Γης, για τον πιο αφιλοκερδή, για τον αξεπέραστο σε αρετή και ηρωισμό. Και σ’ όλα αυτά αποκρίνεται σεμνός ο νικητής λαός, πηγαίνοντας ν’ αποσυρθεί από τη σκηνή πως «σημασία δεν έχει αν είσαι πιο ηρωικός από τους άλλους. Σημασία δεν έχει ποιον άλλο ξεπερνάς αλλά αν κατάφερες να ξεπεράσεις τον ίδιο τον εαυτό σου».
Αυτός ο βαρύς λόγος είναι η ουσία και το μεγάλο επίτευγμα της Εθνικής Αντίστασης. Κι αυτό ακριβώς έπρεπε να σβήσει από τη μνήμη κι από τη συνείδηση του Λαού που ξεπέρασε τον εαυτό του.
Και ριχτήκανε απάνω του, οι ίδιοι που τον χειροκροτούσαν λίγο πριν, ριχτήκανε με όλα τα μέσα από το στιλέτο ως το αυτόματο, από την ατομική ως την ανοιχτή ομαδική σφαγή να φτυαρίσουνε τρόμο στην ψυχή που πέτυχε τον μεγαλύτερο άθλο της νεώτερης ιστορίας: το ξεπέρασμά της. Έπρεπε ν’ αρχίσει ο άνθρωπος, ο Έλληνας να αμφιβάλει για τη μνήμη του, για την κρίση του, για τους γύρω του. Πρώτο βήμα της σύγχυσης στους δρόμους της εικοσαετίας. Όποιος έκανε πως αμφέβαλε για ότι έγινε, ή όποιος έκανε πως ξέχασε, έπαιρνε μια άδεια να πουλάει σκόρδα ή μια θέση στην Ακαδημία, ή μια άδεια να φέρει την κεφαλήν επί των ώμων του. Κι όποιος έγραφε εναντίον αυτού που έγινε, ή κατηγορούσε και τον εαυτό του και τους άλλους που πήρανε μέρος σ’ αυτό που έγινε, αυτός μπορούσε να πάρει μέρος και στή διεύθυνση των κοινών. Γινότανε και υπουργός και βασανιστής και δάσκαλος τού νέου γενιτσαρισμού.
Αυτός ο δάσκαλος εξασφάλισε πολυτιμότερες υπηρεσίες στην περιοδεία τής σύγχυσης ανάμεσα στον Ελληνικό χώρο. Η επικοινωνία επαρχίας με επαρχία κόπηκε. Η επικοινωνία χωριού με χωριό σταμάτησε. Ήτανε το εύκολο, το πετύχανε με διαταγές και αστυνομικά μέτρα. Οι δάσκαλοι του γενιτσαρισμού έπρεπε να πετύχουνε το δύσκολο: Να κοπούνε οι γέφυρες ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, να κοπεί η σύνδεση ψυχής με ψυχή. Κι ανάμεσα ο τρόμος μόνιμος φύλακας. Το παιδί σου πέθαινε, τα μέσα για να προλάβεις λείπανε, το νοσοκομείο θ’ άνοιγε μόνο αν είχες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, που τόπαιρνες αν αποκήρυσσες τον εαυτό σου, κι’ αν έλεγες το δαίμονα Θεό και την Εθνική ’Αντίσταση προδοσία.
Μεροκάματο ήθελες; Φτύσε τα δοξασμένα ελληνικά χρόνια, φέρε απόδειξη πως ερύπανες τάφους μαρτύρων και ηρώων.
Γράμματα για τα παιδιά σου; Υπόγραψε πως Εθνική Αντίσταση θα πει μεγαλοψυχία των Γερμανών.
Καφενείο θέλεις; Κρέμασε στους τοίχους τη φωτογραφία του συνεργάτη των Γερμανών, διαφορετικά η άρνηση είναι τεκμήριο πως μισείς τους Γερμανούς.
Άρα πήρες μέρος στην Αντίσταση.
Δε συμμορφώνεσαι; Μήνυση γιατί οι πελάτες σου συνομιλούνε. Μήνυση την ίδια μέρα γιατί βρέθηκε έξω στην αυλή ένα σπίρτο πεταμένο. Μήνυση το μεσημέρι γιατί ο ντενεκές των σκουπιδιών δεν έχει το χρώμα που θάπρεπε.
Πέρασε από το τμήμα. Κάθισε τρεις ώρες στους διαδρόμους. Ξαναπέρασε το απόγευμα. Ξέρεις; Πριν από οχτώ χρόνια, σε είδανε που χαιρέτισες τον πατέρα σου, ενώ τον είχες με δήλωσή σου αποκηρύξει.
Διορισμό σκουπιδιάρη στο Δήμο θέλεις; Απάντησε στο ειδικό ερωτηματολόγιο που σου δίδει την ευκαιρία να βρίσεις παιδιά σου, γονείς σου, σύμβολα ιερά των εθνικών μας αγώνων, να πεις το πούλημα της Κύπρου μεγαλόπνοη εθνική ενέργεια, και τους πουλητές προστάτες και εθνικούς ευεργέτες.
Αθλητής θέλεις να συνεχίσεις να είσαι; Θα έρχεσαι τρεις, τέσσερεις ώρες τη βδομάδα να δέρνεις πρώην φίλους και συναγωνιστές σου.
—Γιατί διαβάζεις Εθνικό Κήρυκα κι’ όχι Ακρόπολη;
—Μα κι οι δυο, απαντάς, είναι της εθνικοφροσύνης.
—Χμ, σου λένε, δεν είναι έτσι! Διαβάζεις αυτή επειδή με το να γράφει εθνικούς σου θυμίζει εθνική αντίσταση.
Το σπίτι του ανθρώπου είχε καταντήσει ανοιχτό κρατητήριο. Μέρα και νύχτα είχε δικαίωμα ο κάθε «εθνικόφρονας» να κάνει έρευνα. Και κείνο ιδιαίτερα που ήτανε αποδειχτικό στοιχείο του ανθελληνικού σου ήτανε το τυπωμένο χαρτί.
—Γιατί διαβάζεις; Τι τα θέλεις τα γράμματα; Για να κάνεις έλεγχο, ε; Για να ξυπνήσεις, ε;
—Μα είναι ευαγγέλιο.
—Να το ακούς στην Εκκλησία. Δε σου χρειάζεται να τόχεις.
Κάνει κακό αν δεν ξέρεις πώς πρέπει να το διαβάζεις.
Η καθημερινή πίεση ήτανε τόσο ασίγαστη, επίμονη, που έφερε σ’ αντίθεση τα μέλη της ίδιας οικογένειας, έσπασε δεσμούς ιερούς, σκότωσε όνειρα, έκανε ύποπτα τα αισθήματα, η μνήμη έγινε φόβητρο, η σκέψη μπαμπούλας, κι η ζωή του σκύλου φάνταζε πια για παραδεισένια.
Ο άνθρωπος μπαΐλτισε, άρχισε να μη σκέφτεται, ζούσε καθ’ υπαγόρευσιν, ψήφιζε όπου του λέγανε, έκανε ό,τι του υπαγορεύανε, παντρευότανε ή χώριζε σύμφωνα με το πρόγραμμα σκοπιμότητας, και στο τέλος, ξέμαθε νάχει δική του γνώμη, ξέμαθε να σκέφτεται από μόνος του, ήθελε κολαούζο.
Ένα πρόγραμμα είχε ολοκληρωθεί.
Ποιο είναι αυτό το πρόγραμμα; Όταν απαντήσουμε σωστά σ’ αυτό το ερώτημα, τότε έχουμε βρει το βαθύτερο λόγο των διωγμών που ακολουθήσανε την εθνική αντίσταση.
Το πρόγραμμα είναι παλιό. Επιστημονικά καταρτισμένο. Για την εφαρμογή του χρειάστηκαν πολλά αίματα! πολύς πόνος, και πολλή ψευτιά. Επιστημονική εφαρμογή. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον προγραμματισμό ο Έλληνας έπρεπε να πάψει να σκέφτεται, να ονειρεύεται, να έχει εμπιστοσύνη στην πρωτοβουλία και προ πάντων έπρεπε ν’ αυτοταπεινώνεται κάθε στιγμή ως που να κηρύξει τον εαυτό του καμωμένο από άχρηστα υλικά, με μηδαμινή αξία μπροστά στους άλλους.''