23/10/19

Ελληνικό κράτος και… παρακράτος

Ελληνικό κράτος και… παρακράτος
Κείμενο: Βασίλης Ραφαηλίδης
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 στην Αθήνα
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός κινηματογράφου. Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1934 στα Σέρβια του νομού Κοζάνης και πέθανε στις 8 Σεπτεμβρίου 2000 στην Αθήνα
Το κράτος που προέκυψε από την Ελληνική Επανά­σταση έπρεπε να είναι ελληνικό, αφού αυτή έγινε στο έδαφος που στην αρχαιότητα βρίσκονταν οι ελληνικές πόλεις – κράτη!
Πώς, όμως, θα ήταν ελληνικό ένα κράτος που θα συναποτελούνταν από λαούς πολλών εθνοτήτων που κατοικούσαν στην ίδια περιοχή; 
Την Επανάσταση την έκαναν όλοι αυτοί οι λαοί από κοινού.
Ειδικότερα ο ρόλος των Αρβανιτών σε αυτήν είναι αναμφισβήτητος. Γνωστός, αλλά αμφισβητούμενος εί­ναι επίσης ο ρόλος των εξισλαμισμένων Ελλήνων. Γιατί υπήρχαν και τέτοιοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, πρά­γμα που αποκρύβεται ωστόσο για να υπερτονιστεί ο ρό­λος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Επανάσταση. Που δεν ήταν μικρός, όχι όμως και πρωταγωνιστικός. Γιατί πρωταγωνιστές της Επανάστασης ήταν οι λαοί που κα­τοικούσαν στην Ελλάδα και υποκινητές της οι εύποροι  Έλληνες της διασποράς.
Τo ότι οι Έλληνες έγιναν και νομικά κατοχυρωμένοι χριστιανοί μόνο μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους γίνεται φανερό, μεταξύ άλλων, και από τη θρησκευτική συμπεριφορά των Κρητών στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. 
Η πλειονότητα των Κρητών άλλαξε τρεις φορές θρή­σκευμα. ‘Οσοι εξισλαμίστηκαν – δεν είναι σωστό να λέμε «τούρκεψαν» γιατί και οι εξισλαμισμένοι παρέμεναν Έλληνες, ως το βαθμό που είχαν μια, έτσι κι αλλιώς, εξασθενημένη εθνική συνείδηση που δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ισχυρή σε όλους τους Έλληνες και εξακο­λουθεί να μην είναι- όσοι λοιπόν Κρήτες εξισλαμίστη­καν, άλλαξαν την τυπική στα κρητικά επίθετα κατάλη­ξη σε «-ής» (π.χ. Αγγελής, Σμαραγδής) και την έκαναν «άκης».
Αυτή η δεύτερη υποκοριστική κατάληξη, που την έδωσαν οι μη εξισλαμισθέντες στους εξισλαμισθέντες, δηλώνει μια πρόθεση υποτίμησης από τη μεριά των πρώτων για τους δεύτερους. Ετσι, ο Αγγελής έγινε «ένας μικρός Αγγελής» (Αγγελάκης) και ο Σμαραγδής ένας «μικρός Σμαραγδής» (Σμαραγδάκης). Αν κρίνουμε από την πληθώρα των καταλήξεων σε «-άκης» των ση­μερινών κρητικών επιθέτων, εύκολα καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι περισσότεροι Κρήτες σε κάποια φάση της ιστορίας τους εξισλαμίστηκαν, για να εκχρι­στιανιστούν και πάλι αργότερα, όταν το έκριναν σκόπι­μο και συμφέρον, κι όχι όταν τους «φώτισε ο Θεός», που δεν είχε κανένα λόγο να τους ξεφωτίσει προηγου­μένως.

To ίδιο προφανώς συνέβη και στην ηπειρωτική Ελλά­δα, όπως μαρτυρούν οι πάμπολλες καταλήξεις επιθέ­των σε «-γλου», που είναι το τουρκικό ανάλογο της τυ­πικά και καθαρά ελληνικής κατάληξης σε «-ίδης» και σημαίνει «γιος του». (Γιος του Ραφαήλ, στη δική μου περίπτωση. Ο παππούς μου, πάντως, που καταγόταν από την Καισάρεια λεγόταν Ραφαήλογλου). 
Άλλωστε και σήμερα πάμπολλοι ‘Ελληνες συνεχίζουν να φέρουν τουρκικούς τίτλους ευγενείας και αξιωμάτων που τους μετέτρεψαν σε επίθετα: Πασάς, Μπέης, Μπαϊρακτάρης . κτλ. 
Το πόσο εύκολα αλλάζουν θρήσκευμα οι άνθρω­ποι, όταν οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες το επι­βάλλουν, είναι κάτι που ποτέ δε θα καταλάβουν οι παπάδες. Που πιστεύουν πως αρκεί να βαφτιστείς για να μείνει για πάντα σκαλωμένη πάνω σου η «θεία χά­ρις». (Και μένα με βάφτισαν, αλλά δεν έμεινε τίποτα από τη «θεία χάρι» πάνω μου, και δε νιώθω μειονε­κτικά γι’ αυτό).
Ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Κακλαμάνης, λοιπόν, στο βιβλίο του «Επί της δομής του νεοελληνικού κράτους» (γι’ αυτό το φοβερό βιβλίο μιλάμε και σήμερα, για τρίτη κατά σειρά Κυριακή) λέει πως όταν ιδρυόταν το νεοελληνικό κράτος μπήκε αυτόματα το πρόβλημα περί της δομής του: Τι μορφή έπρεπε να έχει το νέο κράτος; Οι εναλ­λακτικές λύσεις, που όλες συζητήθηκαν, ήταν τέσσερις:
1. ‘Ενα υπερεθνικό κράτος, σαν αυτό που είχε προτεί­νει ο Ρήγας Φεραίος, τούτος ο μεγάλος διεθνιστής.
2). Το ασαφές κράτος της Μεγάλης Ιδέας, που πρότεινε ο Κωλέττης ο και δημιουργός του καταστροφικού όρου. Βέβαια, ο Κωλέττης δεν ήξερε τι ακριβώς εννοούσε, πάντως είχε στο νου του κάτι σαν τη Βυζαντινή Αυτο­κρατορία ή την Αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάν­δρου, πράγμα που τον κατατάσσει αυτομάτως στην κα­τηγορία των μεγάλων ηλιθίων, ή μάλλον των μεγάλων δημαγωγών
3. Ένα ομοσπονδιακό κράτος που θα πε­ριλάμβανε όλους τους ορθοδόξους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ασχέτως εθνότητας. Φυ­σικά μια τέτοια ομοσπονδία θα ήταν θεοκρατική και το σχέδιο πρέπει να ήταν μάλλον κανενός δεσπότη. 
Και 4. Ένα «εθνικό κράτος», λύση που τελικά επικράτησε και επιβλήθηκε. Η μορφή λοιπόν βρέθηκε. ‘Επρεπε όμως να βρεθεί και το περιεχόμενο. Αλλά περιεχόμενο δε βρισκόταν γιατί δεν υπήρχε. 
Ποια θα ήταν η εθνότητα στην οποία θα στηριζόταν το «εθνικό κράτος»; 
Οι Έλληνες; 
Και τι θα απογίνονταν οι πάμπολλοι, μη ‘Ελληνες που κατοικούσαν στην Ελλάδα; 
Θα τους έδιωχναν; 
Κι αν τους έδιωχναν, πράγμα ακατανόητο αφού έπαιξαν έναν πο­λύ σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση, τα όρια του κράτους θα συρρικνώνονταν σχεδόν στα πλαίσια της αρχαίας πόλης – κράτους.
Αποφάσισαν, λοιπόν, να κάνουν το κορόιδο και να φκιάξουν ένα «εθνικό κράτος» άνευ εθνότητος. Σαν να λέμε μια σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Όμως σύντομα οι πολιτικοί βρήκαν το σκόρδο. Και τι σκόρδο! 
Την Ορ­θοδοξία με τα λιβάνια της, τα εξαπτέρυγά της, τις φαν­ταχτερές θρησκευτικές τελετές της. ‘Ηταν ό,τι χρειαζό­ταν για να πάρει το νέο κράτος κάτι από το Βυζάντιο, άνευ Βυζαντίου. (Και πάλι, δηλαδή, σκορδαλιά χωρίς σκόρδο).
Με τα χρόνια, όμως, το σκόρδο απόχτησε υπόσταση. Τίποτα δεν είναι πιο αποτελεσματικό από το πες και ξαναπές. Με το πες πες, λοιπόν, των παπάδων, στο τέ­λος το πιστέψαμε: Η εθνική μας ουσία βρίσκεται στην Ορθοδοξία. ‘Οσο για τους αρχαίους προγόνους, περί των οποίων οι παπάδες έχουν παχυλή άγνοια, τους βά­λαμε τσόντα σαν πρώτο συνθετικό στην τεχνητή λέξη «ελληνοχριστιανικός». Δια της σοφιστικής, το πρόβλη­μα ελύθη. Δηλαδή, παραμένει και σήμερα άλυτο.
Δεν είμαστε λοιπόν Έλληνες. Είμαστε Ελληνοχριστιανοί. Δηλαδή, ένα φανταστικό νόθο είδος προερχόμενο από οιωνεί διασταύρωση γάτας με ελέφαντα. Πάντως, ο τεχνητός όρος αφήνει πολλά περιθώρια πολιτογράφη­σης δια της βαπτίσεως. Ο καθένας είναι αρκετό να βα­φτιστεί ορθόδοξος για να γίνει αυτομάτως Ελληνορθό­δοξος. Κι αν απαρνηθεί το χριστιανισμό είναι σαν να απαρνιέται και τον ελληνισμό, ακόμα και στην περί­πτωση που είναι διαποτισμένος μέχρι μυελού οστέων από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, τη μόνη σταθερά ανά τους αιώνες συνιστώσα της έννοιας ελληνικότητα.
Οι αρχαίοι μας «πρόγονοι» έλεγαν: Πας μη ‘Ελλην βάρβαρος
Σήμερα θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε τους όρους της πρότασης και να πούμε: Πας μη βάρ­βαρος ‘Ελλην
Που σημαίνει πως ‘Ελληνες σήμερα είναι οι κάτοικοι ολόκληρης της πολιτισμένης ανθρωπότη­τας, αφού ο σημερινός παγκόσμιος και υπερεθνικός πολιτισμός δεν είναι παρά η μετεξέλιξη του αρχαίου ελ­ληνικού πολιτισμού. 
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται παν­τού – και πουθενά συγκεκριμένα. Κυρίως δε βρίσκε­ται στα ενδιαιτήματα των παραθρησκευτικών οργανώ­σεων Ζωή και Σωτήρ. Και βέβαια, από την παγκόσμια Ελλάδα αποκλείονται εξ ορισμού οι ‘Ελληνες «εθνικό­φρονες» σαν στερούμενοι παντελώς ελληνικής παιδείας – δηλαδή, παιδείας, σκέτα.
‘Οπως, ευφυέστατα, παρατηρεί ο Κακλαμάνης, όλες οι λύσεις για τη μορφή του νέου ελληνικού κράτους έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το γεγονός πως αποτε­λούν σχέδια ή προθέσεις μιας ιστορικής οπισθοδρόμησης προς βυζαντινές καταστάσεις προοθωμανικής επο­χής. Διότι, συνεχίζει ο Κακλαμάνης, από την ιστορική αντιπαράθεση χριστιανισμού και Ισλάμ, οι αιώνες δημι­ούργησαν το οθωμανικό ιστορικό μόρφωμα ως ένα δε­σμό του Ισλάμ με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, όπως ακριβώς απαιτούσε η ενότητα της μεσογειακής περιοχής. Και όσο το γρηγορότερο το καταλάβουμε αυτό, προσθέτω εγώ, τόσο το καλύτερο για την ιστορι­κή μας υπόσταση ως μεσογειακού λαού. (Ο Ζαν Ζακ Σερβάν Σρεμπέρ στην «Παγκόσμια Πρόκληση» δεν διίσταται πολύ του Κακλαμάνη).
‘Απαξ και δημιουργήθηκε το νέο ελληνικό κράτος στη βάση του τέταρτου σχεδίου, οι καταστάσεις πολιτιστι­κής αυτοτέλειας των διαφόρων τμημάτων του ελληνι­σμού, λέει ο Κακλαμάνης, άρχισαν να μην μπορούν να αναγνωριστούν μέσα στα πλαίσια του «εθνικού κρά­τους» όπου αναγκαστικά συνέρεαν. Εξαρχής και μέχρι σήμερα προέκυψε το πρόβλημα περί του ενωτικού των Ελλήνων δεσμού, δηλαδή αυτό που λέγεται «πρόβλημα εθνικής ταυτότητας» ή «εθνικής ιδεολογίας».
Και πώς να υπάρξει ταυτότητα στα αταύτιστα και εθνική ιδεολογία στην ανυπαρξία και εθνότητας και συνοδευτικής της εθνότητας ιδεολογίας; Οι Έλληνες ακόμα ψάχνουν την εθνική τους. ταυτότητα. Και επειδή δεν τη βρίσκουν, περιορίζονται… στην αστυνομική ταυ­τότητα: Για να είσαι ‘Ελλην είναι αρκετό τούτο να ανα­γράφεται στην αστυνομική σου ταυτότητα. Μα, είναι δυ­νατόν; Είναι, σ’ ένα κράτος που στηρίχτηκε στον κατα­ναγκασμό προκειμένου να μας κάνει να αποχτήσουμε με το ζόρι την εθνική συνείδηση που δεν είχαμε. Πράγμα που δίνει το δικαίωμα στον κάθε ταγματασφαλίτη να εμφανίζεται ως ο ακραιφνέστερος των Ελλή­νων και στον κάθε τενεκέ να βγάζει λόγους βλακώδεις κατά τις εθνικές επετείους.
Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση του ελληνοχριστια­νικού αλαλούμ σε τούτη τη χώρα των μίζερων θαυμά­των, όπου οι Παναγίες κλαιν με ψύλλου πήδημα σαν τις κυράτσες που βλέπουν επί της οθόνης το «Μάνα μου παραστράτησα», εγώ και ο Κακλαμάνης, και πιστεύω όλοι οι ομοφρονούντες (πολιτιστικά εννοώ) γνήσιοι Έλληνες, δηλώνουμε υπεύθυνα πως θα παραδώσουμε την αστυνομική ταυτότητα στον παπά της ενορίας (όχι στο αστυνομικό τμήμα, διότι είναι καθ’ ύλην αναρμό­διο) και θα πάμε στην Αφρική να δούμε γνήσια θαύμα­τα, π.χ. ένα μαγείρεμα στο καζάνι; με αφρικανικά μπα­χαρικά, κάποιου ευτραφούς ιεραπόστολου.
Δεν αντέχουμε άλλο τα δάκρυα της Παναγίας. Μας σπαράσσουν την καρδιά. Μας τη σπαράσσουν για το χάλι τούτου του ελληνοχριστιανικού τόπου, όπου η αμά­θεια πάει πάντα στο ραντεβού της με τη βλακεία και πιασμένες χέρι χέρι προχωρούν παραδίπλα, όπου τους περιμένει η κακοήθεια.
Αφού, λοιπόν, λέει ο Κακλαμάνης, η εκκλησία και ο αυτοχθονισμός αποτελούν το κράτος, ο ετεροχθονισμός αναγκαστικά θα καταλάμβανε τους πέραν του κράτους μηχανισμούς και διαδικασίες, δηλαδή ένα χώ­ρο ιστορικά προσφορότερο. Να, λοιπόν, δίπλα στο κράτος και το παρακράτος. Αποτελείται και τούτο από Ελληνοχριστιανούς. Μόνο που αυτοί δεν μπόρεσαν προς το παρόν να εκπορθή­σουν το κράτος και γι’ αυτό δημιούργησαν το παρακρά­τος, την αναγκαία εν Ελλάδι προϋπόθεση για την ύπαρξη κράτους. Στην πραγματικότητα το ελληνικό κράτος είναι δύο κράτη: Το κράτος και το δορυφορικό του παρακράτος με την παραχριστιανική ιδεολογία του Και την ελληνικότατη παραοικονομία του.
Το παρακράτος έχει τις παρατράπεζές του, τις παρα-θρησκείες του, την παρα-αστυνομία του, την παρα-ηθική του – και την παράνοιά του. Στην Ελλάδα των κουμπάρων, το κράτος και το παρακράτος βρίσκονται σε συνεχή όσμωση: Εύκολα ένας κρατικός γίνεται πα­ρακρατικός κι ακόμα πιο εύκολα ένας παρακρατικός γίνεται κρατικός. Στον ελληνικό οχετό το ρεύμα της βρωμιάς είναι αναμφίδρομο. Κράτος και παρακράτος προμηθεύουν άλληλα με κοπριά και αλληλοσυντηρούν- ται εις τον αιώνα των αιώνων με τις ευλογίες των δε­σποτάδων, των οποίων το οσφρητικό νεύρο έχει πιάσει πουρί, έτσι που χώνουν τη μύτη τους όπου λάχει. Βλέ­πετε , αυτοί έχουν την ορθή δόξα (την ορθή άποψη) για τα περί την οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας. Που ού­τε ελληνική είναι, αφού είναι απολίτιστη (ορίσαμε την ελληνικότητα ως συνώνυμο του πολιτισμού), ούτε κοι­νωνία είναι, αφού τα μέλη της αλληλοσπαράσσονται με τέτοια μανία.
ΠΡΟ ΑΥΤΟΥ του μηδενός, που είναι το άμορφο ελ­ληνικό κράτος με τις οργανωτικές δυσπλασίες του και τα ανίατα καρκινώματα, η εκκλησία ήταν προφανώς το παν, όπως προπαντός μηδενός «παν» είναι το κάτι, παρατηρεί δηκτικότατα ο Κακλαμάνης.
Τουλάχιστον η Εκκλησία έχει μια Ιερά Σύνοδο, που είναι τόσο Ιερά ώστε ο ένας δεσπότης να μπορεί να φτύνει τον άλλον ιερότατα και αμέσως μετά να ζητάει άφεση αμαρτιών, ώστε να μπορέσει ξεκούραστος από το φορτίο των αμαρτιών, που τις ξεφορτώθηκε με τον ευκολότερο τρόπο, να κάνει κάποιες καινούριες που κι αυτές θα τις ξεφορτωθεί (χάρη στη σπουδαία φάμπρι­κα της μετάνοιας) ώστε να μπορέσει να κάνει κι άλλες – και πάει λέγοντας, στον αιώνα των αιώνων.
Ο ελληνοχριστιανισμός ξέρει να συγχωρεί. Εξ ού και οι περίφημες δηλώσεις μετανοίας: Λες και το αντιελληνοχριστιανικό σου αμάρτημα στο χωροφύλακα, που υποκαθιστά τον παπά, κι εκείνος σου δίνει άφεση αμαρτιών προκειμένου να επανακάμψεις στην αγέλη των ελληνορθοδόξων. Όπως λέει ο Κακλαμάνης, στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου «εκκαθαριζόταν» αυ­τός που τύχαινε να μιλήσει για ελληνικότητα και δεν εκκαθαριζόταν βέβαια αυτός που μιλούσε για εθνικοφροσύνη. Στην ελληνοχριστιανική αντίληψη ωστόσο περί κράτους η ελληνικότητα και η εθνικοφροσύνη αποτελούν έννοιες αντιφατικές και αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενες. Που σημαίνει:Ή είσαι «Έλληνας», οπότε δεν έχεις θέση στην Ελ­λάδα, ή είσαι «εθνικόφρων», οπότε το ελληνοχριστιανι­κό κράτος σου ανοίγει τις βρώμικες αγκάλες του. Ο Κακλαμάνης κι εγώ, ασφαλώς και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ακόμα, διαλέξαμε να είμαστε Έλληνες και όχι εθνικόφρονες.
(1.3.87) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος

«Θέμος Κορνάρος – Χειρόγραφα και άλλα τεκμήρια»

Από τη σπάνια έκδοση 
«Θέμος Κορνάρος – Χειρόγραφα και άλλα τεκμήρια» 
(εκδ. Χρόνος, Αθήνα 1974)





'' Έρχομαι από το πιο μακρινό ταξίδι της ζωής μου. Κι από το πιο δύσκολο: Από την Ελλάδα. Κράτησε πάνω από χρόνο. Το ήθελα πάνω από χρόνο. Διαβατήριο μου χορηγούσανε οι αρχές για όλα τα μέρη του κόσμου, από τη Σκανδιναβική ως την Κίνα. Στο χωριό μου, στην πατρίδα μου, να μην πάω! Αυτό ήτανε απαγορευμένο. Από το 1957 πολιορκούσα το χωριό που γεννήθηκα. Δυο φορές με γυρίσανε από το λιμάνι του Ηρακλείου. Πολλές φορές μου δηλώσανε οι αρχές πως η παρουσία μου στη Θράκη ή στη Μακεδονία είναι ανεπιθύμητη. Για την Πελοπόννησο ή για την Ήπειρο εισιτήριο δεν υπήρχε. Από τους Αμπελόκηπους και πέρα χρειαζότανε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Για ποιο λόγο άραγε; τις επιφανειακές δικαιολογίες τις έχομε μπουχτίσει. Τον αληθινό λόγο ζητούμε. Τον υποψιαζόμουνα αυτό το λόγο. Μα και πάλι υπήρχανε αμφιβολίες. Δεν αποφασίζει κανείς τόσο εύκολα να καταδικάσει τον αντίπαλο όταν αυτός περπατάει όρθιος με τα δυο του πόδια. Πάντα ελπίζεις πως κάτω από το στρώμα των εφήμερων παθών, κάτω από την επιφάνεια του μίσους και του φόβου, υπάρχει — έστω αλυσοδεμένη κι’ αιχμάλωτη μια ψυχή ανθρώπινη.
Έτσι δεν ήθελα ποτέ ν’ αφήσω τον εαυτό μου να πιστέψει πως οι απαγορεύσεις και οι διωγμοί, αποσκοπούσανε, στο να μην υπάρξει μαρτυρία για το φονικό, ενός ολάκερου λαού. Σήμερα είμαι σέ θέση να έχω προσωπική αντίληψη και γνώμη για την κατάντια αυτού του λαού, για τους λόγους που την υπαγορεύσανε. Και για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν.
Αισθάνομαι, ύστερ’ από το ταξίδι στην Ελληνική επαρχία, στο ελληνικό χωριό, πως βγαίνω από ένα πεδίο μάχης. Μάχης πού κράτησε είκοσι χρόνια, κι’ είχε σκοπό να γονατίσει, να εξευτελίσει, ή να σκοτώσει την Ελλάδα την ίδια.
Και είμαι σέ θέση να φέρω υπεύθυνα πια το φριχτό μήνυμα στους ανθρώπους της βιτρίνας των πόλεων και στους ανθρώπους που τάξανε σκοπό τους να γνωρίσουνε, να εκφράσουνε και να διαφωτίσουνε την ανθρώπινη ψυχή.
Και το μήνυμα λέει: Στόν αέρα δουλεύει η μηχανή των ταλαντούχων. Μελετούμε και γράφουμε — σε δουλειά να βρισκόμαστε. Για ένα λαό που δεν γνωρίζουμε τη μαύρη του μοίρα. Υποθέσεις κάνουμε σε αδιέξοδα ή σε βιτρινοπόλεις περιπλανούμαστε, όχι γιατί δεν έχουμε συνείδηση του σφαλερού δρόμου που ακολουθούμε,  αλλά γιατί φοβηθήκαμε να βγάλουμε τη φωνή διαμαρτυρίας την ώρα του σφαγιασμού αυτού του λαού, και τώρα πάμε να κρυφτούμε από τη συνείδηση που, μυρίζοντας το πτώμα, ετοιμάζεται να ζητήσει λογαριασμούς και ευθύνες.
Δεν υπάρχει τόπος να κρυφτεί κανείς. Εδώ έχει συντελεστεί ένα φριχτό έγκλημα, στιγμή με στιγμή από το 1944 ως το 1964. Κι ο καθένας έχει το μερτικό του στις ευθύνες είτε με σπαθί και τουφέκι βοήθησε, είτε με την ανοχή και τη σιωπή του.
Στην αρχή – αρχή τού τραγικού πίνακα της Ελληνικής αυτής εικοσαετίας βλέπεις μια μεγαλόπρεπη σκηνή. Πάνοπλο το 1821, τους θρυλικούς ήρωες και με τους μάρτυρες και τους αγώνες του, να γονατίζει μπροστά στην Αρματωμένη Εθνική αντίσταση των νεωτέρων χρόνων αναγνωρίζοντάς της πως αυτή βοήθησε την Ελλάδα πιο θαρραλέα, πιο ολοκληρωμένα, να ξεπεραστεί.
Και προλαβαίνεις ακόμη, συμμάχους κι εχθρούς, στα τελευταία τους χειροκροτήματα για το σύμμαχο που έδωσε την αναμφισβήτητη νίκη. Ακούς ξεκάθαρα τις ζητωκραυγές τους και τα παινέματα για τον πιο γενναίο Λαό της Γης, για τον πιο αφιλοκερδή, για τον αξεπέραστο σε αρετή και ηρωισμό. Και σ’ όλα αυτά αποκρίνεται σεμνός ο νικητής λαός, πηγαίνοντας ν’ αποσυρθεί από τη σκηνή πως «σημασία δεν έχει αν είσαι πιο ηρωικός από τους άλλους. Σημασία δεν έχει ποιον άλλο ξεπερνάς αλλά αν κατάφερες να ξεπεράσεις τον ίδιο τον εαυτό σου».
Αυτός ο βαρύς λόγος είναι η ουσία και το μεγάλο επίτευγμα της Εθνικής Αντίστασης. Κι αυτό ακριβώς έπρεπε να σβήσει από τη μνήμη κι από τη συνείδηση του Λαού που ξεπέρασε τον εαυτό του.
Και ριχτήκανε απάνω του, οι ίδιοι που τον χειροκροτούσαν λίγο πριν, ριχτήκανε με όλα τα μέσα από το στιλέτο ως το αυτόματο, από την ατομική ως την ανοιχτή ομαδική σφαγή να φτυαρίσουνε τρόμο στην ψυχή που πέτυχε τον μεγαλύτερο άθλο της νεώτερης ιστορίας: το ξεπέρασμά της. Έπρεπε ν’ αρχίσει ο άνθρωπος, ο Έλληνας να αμφιβάλει για τη μνήμη του, για την κρίση του, για τους γύρω του. Πρώτο βήμα της σύγχυσης στους δρόμους της εικοσαετίας. Όποιος έκανε πως αμφέβαλε για ότι έγινε, ή όποιος έκανε πως ξέχασε, έπαιρνε μια άδεια να πουλάει σκόρδα ή μια θέση στην Ακαδημία, ή μια άδεια να φέρει την κεφαλήν επί των ώμων του. Κι όποιος έγραφε εναντίον αυτού που έγινε, ή κατηγορούσε και τον εαυτό του και τους άλλους που πήρανε μέρος σ’ αυτό που έγινε, αυτός μπορούσε να πάρει μέρος και στή διεύθυνση των κοινών. Γινότανε και υπουργός και βασανιστής και δάσκαλος τού νέου γενιτσαρισμού.
Αυτός ο δάσκαλος εξασφάλισε πολυτιμότερες υπηρεσίες στην περιοδεία τής σύγχυσης ανάμεσα στον Ελληνικό χώρο. Η επικοινωνία επαρχίας με επαρχία κόπηκε. Η επικοινωνία χωριού με χωριό σταμάτησε. Ήτανε το εύκολο, το πετύχανε με διαταγές και αστυνομικά μέτρα. Οι δάσκαλοι του γενιτσαρισμού έπρεπε να πετύχουνε το δύσκολο: Να κοπούνε οι γέφυρες ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, να κοπεί η σύνδεση ψυχής με ψυχή. Κι ανάμεσα ο τρόμος μόνιμος φύλακας. Το παιδί σου πέθαινε, τα μέσα για να προλάβεις λείπανε, το νοσοκομείο θ’ άνοιγε μόνο αν είχες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, που τόπαιρνες αν αποκήρυσσες τον εαυτό σου, κι’ αν έλεγες το δαίμονα Θεό και την Εθνική ’Αντίσταση προδοσία.
Μεροκάματο ήθελες; Φτύσε τα δοξασμένα ελληνικά χρόνια, φέρε απόδειξη πως ερύπανες τάφους μαρτύρων και ηρώων.
Γράμματα για τα παιδιά σου; Υπόγραψε πως Εθνική Αντίσταση θα πει μεγαλοψυχία των Γερμανών.
Καφενείο θέλεις; Κρέμασε στους τοίχους τη φωτογραφία του συνεργάτη των Γερμανών, διαφορετικά η άρνηση είναι τεκμήριο πως μισείς τους Γερμανούς.
Άρα πήρες μέρος στην Αντίσταση.
Δε συμμορφώνεσαι; Μήνυση γιατί οι πελάτες σου συνομιλούνε. Μήνυση την ίδια μέρα γιατί βρέθηκε έξω στην αυλή ένα σπίρτο πεταμένο. Μήνυση το μεσημέρι γιατί ο ντενεκές των σκουπιδιών δεν έχει το χρώμα που θάπρεπε.
Πέρασε από το τμήμα. Κάθισε τρεις ώρες στους διαδρόμους. Ξαναπέρασε το απόγευμα. Ξέρεις; Πριν από οχτώ χρόνια, σε είδανε που χαιρέτισες τον πατέρα σου, ενώ τον είχες με δήλωσή σου αποκηρύξει.
Διορισμό σκουπιδιάρη στο Δήμο θέλεις; Απάντησε στο ειδικό ερωτηματολόγιο που σου δίδει την ευκαιρία να βρίσεις παιδιά σου, γονείς σου, σύμβολα ιερά των εθνικών μας αγώνων, να πεις το πούλημα της Κύπρου μεγαλόπνοη εθνική ενέργεια, και τους πουλητές προστάτες και εθνικούς ευεργέτες.
Αθλητής θέλεις να συνεχίσεις να είσαι; Θα έρχεσαι τρεις, τέσσερεις ώρες τη βδομάδα να δέρνεις πρώην φίλους και συναγωνιστές σου.
—Γιατί διαβάζεις Εθνικό Κήρυκα κι’ όχι Ακρόπολη;
—Μα κι οι δυο, απαντάς, είναι της εθνικοφροσύνης.
—Χμ, σου λένε, δεν είναι έτσι! Διαβάζεις αυτή επειδή με το να γράφει εθνικούς σου θυμίζει εθνική αντίσταση.
Το σπίτι του ανθρώπου είχε καταντήσει ανοιχτό κρατητήριο. Μέρα και νύχτα είχε δικαίωμα ο κάθε «εθνικόφρονας» να κάνει έρευνα. Και κείνο ιδιαίτερα που ήτανε αποδειχτικό στοιχείο του ανθελληνικού σου ήτανε το τυπωμένο χαρτί.
—Γιατί διαβάζεις; Τι τα θέλεις τα γράμματα; Για να κάνεις έλεγχο, ε; Για να ξυπνήσεις, ε;
—Μα είναι ευαγγέλιο.
—Να το ακούς στην Εκκλησία. Δε σου χρειάζεται να τόχεις.
Κάνει κακό αν δεν ξέρεις πώς πρέπει να το διαβάζεις.
Η καθημερινή πίεση ήτανε τόσο ασίγαστη, επίμονη, που έφερε σ’ αντίθεση τα μέλη της ίδιας οικογένειας, έσπασε δεσμούς ιερούς, σκότωσε όνειρα, έκανε ύποπτα τα αισθήματα, η μνήμη έγινε φόβητρο, η σκέψη μπαμπούλας, κι η ζωή του σκύλου φάνταζε πια για παραδεισένια.
Ο άνθρωπος μπαΐλτισε, άρχισε να μη σκέφτεται, ζούσε καθ’ υπαγόρευσιν, ψήφιζε όπου του λέγανε, έκανε ό,τι του υπαγορεύανε, παντρευότανε ή χώριζε σύμφωνα με το πρόγραμμα σκοπιμότητας, και στο τέλος, ξέμαθε νάχει δική του γνώμη, ξέμαθε να σκέφτεται από μόνος του, ήθελε κολαούζο.
Ένα πρόγραμμα είχε ολοκληρωθεί.
Ποιο είναι αυτό το πρόγραμμα; Όταν απαντήσουμε σωστά σ’ αυτό το ερώτημα, τότε έχουμε βρει το βαθύτερο λόγο των διωγμών που ακολουθήσανε την εθνική αντίσταση.
Το πρόγραμμα είναι παλιό. Επιστημονικά καταρτισμένο. Για την εφαρμογή του χρειάστηκαν πολλά αίματα! πολύς πόνος, και πολλή ψευτιά. Επιστημονική εφαρμογή. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον προγραμματισμό ο Έλληνας έπρεπε να πάψει να σκέφτεται, να ονειρεύεται, να έχει εμπιστοσύνη στην πρωτοβουλία και προ πάντων έπρεπε ν’ αυτοταπεινώνεται κάθε στιγμή ως που να κηρύξει τον εαυτό του καμωμένο από άχρηστα υλικά, με μηδαμινή αξία μπροστά στους άλλους.''

3/5/19

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΣΕ 30"




Μια συμβολική και σκληρή περιγραφή της νεοελληνικής ιστορίας και της έννοιας του έθνους, με βάση τους ανδριάντες γύρω από τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών όπως την παρουσιάζει ο Γεράσιμος Κακλαμάνης στο βιβλίο του "Η Ελλάς ως κράτος δικαίου".
«…στον δε πρακτικόν (σ. τομέα) μπορούμε κυριολεκτικώς να τη ψαύσωμε (σ. την περί "έθνους" έννοια), διατρέχοντες την νεοελληνική ιστορία εντός 30 δευτερολέπτων. 
Οι νομίζοντες ότι χρειάζεται περισσότερο απατώνται οικτρώς και αδίκως ματαιοπονούν στο σκότος των βιβλίων. 
Τα πράγματα κρέμονται στον Ήλιο:
Ευρισκόμεθα εις την οδόν Παν/μίου και προχωρούμεν προς τα Προπύλαια. Μπροστά-μπροστά το άγαλμα του Γλάδστωνος. Τά δάκτυλα τού δεξιού χεριού κομμένα, αλλά ξανά κολλημένα και ολόλευκα σαν δάκτυλα παρθένου πριγκιπίσσης των ανακτόρων των Βλαχερνών. Προχωρούμεν. Δεξιά κάποια τεφροδόχος με «ονόματα πεσόντων» (γιατί;) και αριστερά κάποιο «άγαλμα τής νίκης» (ποιας;), αμφότερα άνευ σημασίας. Προχωρούμεν έτι στο μέσον το σιντριβάνι. Το σιντριβάνι σαν σύμβολο εκφράζει το ανακύκλισμα της ζωής. Το νερό, πάντα ίδιο, υψώνεται και πέφτει, διαρκώς ανανεώνοντας τον εαυτό του. Είναι το αγαπημένο σύμβολο των λαών της μακρινής Ανατολής στους κλειστούς χώρους, όπως ήταν και το φίδι πού δαγκάει την ουρά του σύμβολο των αρχαίων μυστικών. Το δικό μας σιντριβάνι δεν έχει νερό αυτή την εποχή, είναι όμως κανονικός σκουπιδοτενεκές γεμάτος σύριγγες άπ’ τα ναρκωτικά. Προχωρούμε λίγο ακόμα.

Μπροστά μας δύο μικρά αγαλμάτια καθήμενων μορφών (οικονομία στα έξοδα!), τα όποια ακριβώς περιεργαζόμεθα λόγω τής προφανούς προθέσεως οικονομίας. Επί των αγαλματίων αυτών ευρίσκομεν πλήρως επιβεβαιουμένην την λαϊκήν ρήση «το φτηνό κρέας το ζουμί του πίνει», πλην και άλλα πράγματα εξόχου «εθνικής» σημασίας. Δεξιά ό Κοραής, κυρτωμένος απ' το διάβασμα, με αναπεπταμένες τις δέλτους του επί του αριστερού πέτου. Οι δέλτοι κάποτε στραπατσαρίσθηκαν — ασφαλώς σε κάποια διαδήλωση για την «Δημοκρατία» —, αλλά πάντως ξανακολλήθηκαν όπως κι όπως. Αυτό όμως πού λείπει από τον Κοραή είναι ακριβώς το σπουδαιότερο γι' αυτόν σωματικό μέλος: τα δάχτυλα τού δεξιού χεριού πού γράφει. Είναι έτσι κομμένα, σαν να πρόκειται για τορναδόρο πού του τα «πήρε» ό τόρνος και έμεινε έτσι κοκκαλωμένος πηγαίνοντας στο υπουργείο εργασίας να βγάλη σύνταξη. Κατά τα άλλα ή μύτη του Κοραή ακόμη κρατιέται.



Κυττάζομε τώρα αριστερά. Πρόκειται για τον Καποδίστρια, το όνομα τού οποίου φέρει και το Παν/μιο (αφού με δική του πρωτοβουλία χτίσθηκε μέσω του κληροδοτήματος Δομπόλη). Το «φερώνυμο» αυτό ίδρυμα απέκτησε τελευταίο το άγαλμα του Ιδρυτή του, το 1932 δηλαδή, και μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσε να γίνει αλλοιώς. Το αγαλμάτιον είναι προϊόν εράνου και τούτο φαίνεται στην τελείως φθηνιάρικη κατασκευή και επεξεργασία. Ή πέτρα ούτε σαν ποιότητα μοιάζει με αυτή των άλλων αγαλμάτων, ούτε σαν επεξεργασία. Του Κοραή είναι όντως γλυπτό• είναι σμιλευμένη ή καρέκλα, τα ρούχα και πολλές λεπτομέρειες. Από πίσω το άγαλμα του Καποδίστρια είναι μια ανεπεξέργαστη σχεδόν πέτρα, χωρίς λεπτομέρειες, απλώς «μια ιδέα», και μπροστά κάθεται ό Καποδίστριας μέσα σ' ένα απλό παλτό συνταξιούχου συμβολαιογράφου ελαιουργείου του 18ου αιώνος. Στάση ή πιο αφύσικη, πού ήθελε τα λιγώτερα λεφτά! Η «φτώχεια» του ελληνικού κράτους είναι καταφανής για το άγαλμα του Ιδρυτή του («του Δήμου Πειραιώς αρνηθέντος οιανδήποτε εισφοράν», λέει ό Πρόεδρος τής ζητείας καθηγητής Γ. Ματθαιόπουλος), διότι απλούστατα ούτε τέτοιο κράτος ονειρεύθηκε ό Καποδίστριας, ούτε σε τέτοιο κράτος έχει θέση το άγαλμα του. Και αυτό φαίνεται στο πρόσωπο: λείπει ολόκληρη ή μύτη, και κατά τέτοιον τρόπο, σαν να πρόκειται για απαρατημένο πτώμα νεκρού πού το ανεκάλυψαν οι ποντικοί. Η μύτη των αγαλμάτων είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο καί ο κύριος στόχος του βανδαλισμού από την ελληνική αρχαιότητα. Η μύτη του Καποδίστρια και τα δάχτυλα του Κοραή — και οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν έπαψαν ως τα σήμερα να προσφέρουν στο «έθνος»: ή κατάντια των αγαλμάτων τους δείχνει ακριβώς την σχέση του σημερινού «έθνους» με το παρελθόν του. Του «έθνους» υπέρ του οποίου υπάρχουν οι εξουσίες στην Βουλή! Ποιό έθνος;...



Προχωρούμεν προς την είσοδον του Παν/μίου, με την όσην «εθνική εμπειρία» αποκτήσαμε ως τώρα (ήδη διατρέξαμε την νεοελληνική ιστορία κατά 15 δευτερόλεπτα, τώρα μάς μένουν τα άλλα 15). Εδώ αντικρίζομε ύπατες εθνικές μεγαλοπρέπειες. Τα τεράστια αγάλματα του Πατριάρχη δεξιά και του Ρήγα αριστερά, σε υψηλότατα βάθρα, μεγαλύτερα και από αυτό του Γλάδστωνος (αυτό είναι ασέβεια, όπως θα δείξωμε), με απέραντη δουλειά στο σκάλισμα και στις λεπτομέρειες. Ιδίως στο άγαλμα του Πατριάρχη. Σπουδάζομε λοιπόν τα νοήματα του φαναριώτικου κράτους. Ό Πατριάρχης όταν πέθανε ήταν 72 χρονών, ενώ ο εικονιζόμενος μόλις πού φθάνει τα 40 (και με τα γένεια). Στητός και κατά τέτοιον τρόπο πού να θυμίζη τον αρχαίον Περικλή. Το στήθος του προτεταμένο μπούστο καλοθρεμμένης βοσκοπούλας, στητό και πεταχτό να φαίνεται. Και από κάτω ένα σώμα («ηρωικές» και ιδεολογικές γάρ οι ανάγκες στον νου του καλλιτέχνη), πού θα το ζήλευαν όλες οι τουρίστριες πού ψάχνουν για «καμάκια» στο Σύνταγμα. Αλλά εδώ αρχίζουν και οι δυσκολίες: Εμείς ομολογούμε ότι τέτοιον δεσπότη δεν έχομε 'δει ποτέ στην ζωή μας. Αυτό πού ξέρομε να προεξέχη στους δεσποτάδες είναι ή κοιλιά και όχι το στήθος (και μάλιστα στα 72!). Και επί της οποίας κοιλιάς επαναπαύονται τα σύμβολα του Βυζαντινού, ό δικέφαλος και ο Χριστός, με μακρυές καδένες. Ο δικός μας όμως δεν έχει τέτοια. Γιατί, αν είχε, με τέτοιο στήθος, θα έπρεπε να κρέμωνται στον αέρα! Πώς να τα μπαλώσει λοιπόν ό καλλιτέχνης, πού ήξερε πώς έφκιαχνε ιδεολογίες και όχι πραγματικότητες; Τα μπάλωσε όμως: του κρέμασε ένα σταυρό. Όσο του επέτρεπε το μπούστο, ο όποιος έτσι κρέμεται όπως στο στήθος νιόπαντρης γυναίκας. Όλα εκεί μπερδεμένα και στοιβαγμένα, προκειμένου να βγη ο συμβολισμός του «ηρωισμού» της ιδεολογίας. Και μια ουσιώδης λεπτομέρεια: απαραίτητο στοιχείο του «συμβόλου» το σχοινί. Το οποίον είναι δύσκολο να καταλάβη κανείς πούθε βγαίνει από το άγαλμα, αλλά κρέμεται ξαφνικά στην δεξιά άκρη. Ένα κομματάκι απ' το σχοινί έσπασε σε μια μεριά. Και εκεί ακριβώς φαίνεται ή ψιλολεπτομέρεια, που δείχνει το πάντα ενεργό τής Ιδεολογίας. Το κομματάκι είναι κολλημένο με τέτοιαν τελειότητα, ώστε μόνο ο χρόνος στο μάρμαρο δείχνει την διαφορά. Οι «δέλτοι» του Κοραή, αντίθετα, είναι κολλημένες με UHU και λάσπη... Μπροστά στο άγαλμα του Πατριάρχη, ως εικός, κάτι μισοσβυσμένες και ακατάληπτες επιγραφές, για τις οποίες, καθώς λέγεται, μην ξέροντας να τις συντάξουν οι του «ιδρύματος» τότε, κατέφυγαν στους φιλολόγους των γερμανικών Παν/μίων...


Πάμε τώρα στον Ρήγα (μένουν ακόμη 7,5''). Το κεφάλι του Ρήγα είναι σωστά δοσμένο: σλάβο ρουμάνικη φυσιογνωμία της μείζονος Βλαχομπογδανίας του Δουνάβεως, ουδεμίαν σχέση έχουσα με τις ωραίες εκείνες κεφαλές μερικών βοσκών, που ανεκάλυψαν οι Αμερικάνοι μεταπολεμικά στην Πίνδο και τις έβαζαν δίπλα απ' το κεφάλι του Έρμη, σε κάποιες «νεοελληνικές ιστορίες» που εξέδιδαν, προκειμένου να αποδείξουν την αδιάσπαστη συνέχεια μας από την αρχαιότητα ως τα σήμερα!... Από εκεί και πέρα όμως τα του Ρήγα είναι χάος σκοτεινό, διότι επιδιώκεται το νόημα μιας επαναστατικής φυσιογνωμίας των Βαλκανίων (τα Βαλκάνια είχε ο Ρήγας στο νου του και κανένα είδος... «προπυλαίων») να μετατραπεί σε «εθνικό ήρωα» για τις ανάγκες του πρώτου άρθρου του Συντάγματος. Ένα ένδυμα λοιπόν αναδιπλωμένο στη μέση, που αν το ιδής βράδυ (αλλά και μέρα, όπως θα ίδούμε) δεν σου επιτρέπει ακριβώς να πης αν πρόκειται περί της αρχαίας... Ασπασίας ή περί μεγάλου δραγουμάνου τής Πύλης. Το κράτος όμως τότε εστηνόταν με τα αγάλματα ως φαναριωτικό κράτος και κάπως έτσι σκοτεινά έπρεπε να είναι ο Ρήγας στο φως του Ηλίου. Ποιος άλλος να μπη; Προκειμένου να βγούμε από την υποκειμενική μας αδυναμία ως προς την μορφή, αποφασίσαμε να ρωτήσωμε μια διερχόμενη κυρία: «μήπως ξέρετε, κυρία μου, τι παριστάνει αυτό το άγαλμα;» — «Ποιά, καλέ, αυτή; — Ή Μπουμπουλίνα!...» (Μετά την άκρως ικανοποιητική αυτή απάντηση εκάναμε και άλλες δημοσκοπήσεις», δεν τις λέμε όμως γιατί αναμένομε να μας τις πουν οι δημοσιογράφοι στις εφημερίδες, προκειμένου να ξέρομε και με ποσοστά την κατοχύρωση των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» απ' το Σύνταγμα...). Έτσι εντύνονταν οι άνθρωποι τον 19ον αι.; Στην βάση του αγάλματος του Ρήγα η αλυσίδα, κατ’ αντιστοιχίαν προς το σχοινί του Πατριάρχη (ή ψυχολογία του «μάρτυρος» εν διάρκεια, άρα υπομένετε αν δεν έχετε να φάτε...), και από κάτω η μεγίστη φράση: «αυτός μεν ώλετο, σπέρμα δ’ έβλαστεν μέγα». Μέγα, μέγα το σπέρμα λοιπόν...


Τί τώρα υπάρχει πίσω από όλ' αυτά; — Το κτήριο του Πανεπιστημίου, θα έλεγε ένας μυωπικός. Μέγα το λάθος όσο και το σπέρμα! Κατά τούς νόμους της Λογικής, τα αποτελέσματα έπονται των αιτίων, εδώ όμως τα πράγματα οφείλομε να τα ιδούμε ολίγον φουτουριστικά. Το αποτέλεσμα των... αγαλμάτων βρίσκεται μπροστά απ’ τα αγάλματα: τα υπαρξιακά θύματα της «Ιδεολογίας», στρεβλές υπάρξεις και ζητιάνοι επί του πεζοδρομίου, που προσπαθούν με λαχεία, κάστανα και κουλούρια να επιβιώσουν ως τις επόμενες εκλογές βάσει του άρθρ. 51 § 5... Με ένα λόγο, επί του πεζοδρομίου υπάρχουν τα «ανθρώπινα δικαιώματα» και η «αξιοπρέπεια του άνθρωπου» που κατοχυρώνει το ελληνικό Σύνταγμα, μέσω της καπηλείας των αγαλμάτων. Γιατί άλλο λόγο υπάρξεως βέβαια, ιδιαίτερα στην σημερινή εποχή, το ελληνικό Σύνταγμα δεν έχει. Όσο κι αν διεκδική ο κ. Μητσοτάκης τον ρόλο τού... Ευρωδιδασκάλου για τούς άλλους βαλκανικούς λαούς (και σαν τέτοιος βέβαια οφείλει να γνωρίζει, ότι η γραβάτα παραμένει πάντα ελεύθερη, ακόμα κι όταν βγαίνει κανείς στην Τηλεόραση να πείση για την ανάγκη των «απολύτων πλειοψηφιών» με το σακάκι στον ώμο...).

Αυτή είναι η «ιστορία του νεοελληνικού έθνους» και το πολιτικό-κοινωνικό περιεχόμενο του σε 30 δευτερόλεπτα. Δεν μας χρειάζονται οι εντρυφήσεις στα βιβλία. Και ωμιλήσαμε περί καπηλείας, διότι βέβαια περί τέτοιας πρόκειται. Και ως προς τον Ρήγα, και ως προς τον Γρηγόριο. Ως προς μεν τον Ρήγα, διότι του αλλάξαμε όλη την ιστορική υπόσταση και τον εκάναμε «εθνικό ήρωα». Ο Ρήγας, φύση παρορμητική του στιγμιαίου αισθήματος, εσκέφτετο γενικά το πρόβλημα της Βαλκανικής μέσα σε μια λύση συνυπάρξεως με τους Τούρκους. Και είχε τους απώτατους ψυχικούς του λόγους, διότι έφερνε εντός του το έγκλημα που έκανε, σκοτώνοντας τον Τούρκο στο χωριό του. Και ότι ψυχικά ήσαν τα κίνητρα του Ρήγα, αποδεικνύει όχι μόνο η ασάφεια των σχεδίων του, αλλά και η αντιφατικότητα της πολιτικής του, που υπήρξε και η αιτία του θανάτου του (στην Αυστρία ων κλείνει συμφωνίες με τον Ναπολέοντα!...). Ο Ρήγας όμως είχε δύο ακαταμάχητα προσόντα για άγαλμα μπροστά στο Παν/μιο: ότι ήταν και διανοούμενος, και «μάρτυς». Και ήταν κυρίως και φαναριωτικώς ανατεθραμμένος (για την φαναριώτικη φυσιογνωμία του κράτους του καιρού). Ο Καραϊσκάκης π.χ. για όλ' αυτά δεν έκανε. Επίσης και ό Πατριάρχης, ο όποιος πέθανε σαν ένας συνεπής και αφοσιωμένος πράκτορας των Ρώσσων. Ο «αλιεύς», λέει, βρήκε μετά από δέκα μέρες το πτώμα του στον Βόσπορο και το μετέφερε στην Οδησσό. Και γιατί όχι στην Κων/πολη ή κάπου εκεί κοντά; Αν ήταν διακινδυνευμένο για την Κων/πολη, δεν ήταν για τον φτωχόν «αλιέα» ακόμα πιο επικίνδυνο το μακρινό ταξίδι για την Οδησσό με ένα τέτοιο «εύρημα»; Ενδιαφέρθηκαν λοιπόν οι Ρώσσοι να μαζέψουν αμέσως τον άνθρωπο τους και, όταν αργότερα έφκιαξαν την Βουλγαρία — κόβοντας έτσι τις μέσω Ελλάδος επεκτατικές βλέψεις των τότε δυτικών δυνάμεων προς την Μαύρη Θάλασσα —, εχάρησαν το «εύρημα» στο... «βαλσαμοποιείον» των Αθηνών, να τύχη της καταλλήλου αξιοποιήσεως. (Τα άμφια στην Μητρόπολη έφυγαν ήδη μπροστά-μπροστά από την πόρτα που ήσαν και μεταφέρθηκαν κάπως... στερεώτερα στην δεξιά κολώνα).


Η μόνη λοιπόν πηγή του «Έθνους» στο Σύνταγμα, βάσει του οποίου γίνονται οι εκλογές και καταπιέζονται οι μειονότητες στην Ελλάδα, βγαίνει από αυτά τα αγάλματα και από πουθενά άλλου. Αλλά η μύτη του Καποδίστρια μας απαγορεύει να πιστέψωμε τις διαβεβαιώσεις ή και τους ευγενείς πόθους του Ματθαιόπουλου κατά τα αποκαλυπτήρια (διαβεβαιώσεις: «Αι χιλιάδες των καθ’ εκάστην εκείθεν παρερχομένων φοιτητών θα αναμιμνήσκωνται...» και ευσεβείς πόθοι: «...και θα μανθάνουν ότι δια την Πατρίδα υπάρχομεν και υπέρ αυτής ζην οφείλομεν»). Υποθέτομεν λοιπόν ότι είναι ώρα να αδειάσουν τα Προπύλαια από τους σκοτεινούς τούτους συμβολισμούς και τις ιστορικές λαθροχειρίες. Το μόνο άγαλμα πού υπάρχει δικαίως εκεί είναι του Γλάδστωνος. Οι Άγγλοι, μην έχοντας δικό τους «έλληνα» διανοούμενο να στήσουν όπως π.χ. οι Γάλλοι τον Κοραή, έστησαν την πραγματικότητα. Γιατί χωρίς τον Γλάδστωνα — ο οποίος σημειωτέον ήταν ο πιο φιλολογικά καταρτισμένος πρωθυπουργός τής Αγγλίας, τύπος μεσογειακός και που ουδέποτε θα παραχωρούσε τα Επτάνησα αν μπορούσε να κάνη αλλοιώς — ούτε προπύλαια θα υπήρχαν, ούτε οδός Παν/μίου, ούτε πεζοδρόμιο «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Τουλάχιστον όπως υπάρχουν... Σ’ αυτό λοιπόν το άγαλμα οφείλει να μεριμνήση η πρυτανεία να υπάρχουν κάθε πρωί φρέσκα λουλούδια — μόνη η μέριμνα για τα δάχτυλα δεν επαρκεί —, τα δε υπόλοιπα να τα βγάλωμε από 'κει. Του μεν Καποδίστρια, θα το πετάξωμε, καθότι άνευ άξιας. Του Κοραή, έστω και όπως είναι, θα το μεταφέρωμε στο... «Μουσείο τής Ακροπόλεως». Και τα δυο μεγάλα θα τα μεταφέρωμε στην Μητρόπολη Αθηνών, έως ότου διευκρίνιση το ιστορικό νόημα τους. Στο Σύνταγμα εν τω μεταξύ θα γράψωμε απλώς: «Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του ποδοσφαίρου και υπάρχουν υπέρ των εκλογών».

Μόνο έτσι θα καταστούμε σεβαστοί στον σύγχρονο κόσμο. Αναγνωρίζοντες την αλήθεια και αποδεχόμενοι τις συνέπειες. Ο ελλαδικός χώρος σήμερα και ο ελληνισμός έχουν πολλά άλλα πράγματα να προσφέρουν, παρά να ασχολούνται με τις απεγνωσμένες μικροεπισκευές των «αγαλμάτων…

[…]
Ο πιστεύων ότι το «έθνος» σταματά στο άγαλμα του Πατριάρχη, απατάται οικτρώς. Ο διερχόμενος την οδό Ακαδημίας κατατρύχεται «εθνικώς» κυκλοδιώκτως: Μπροστά-μπροστά στο παρκάκι του πρώην νοσοκομείου, ο Παλαμάς συνεπαρμένος με ύφος 82 αρχαίων φιλοσόφων. Γιατί άραγε ό Παλαμάς, αφού έχομε τόσους άλλους μεγάλους ποιητές; Μα βέβαια επειδή καθόταν δίπλα επί της Ασκληπιού! Δηλαδή όπου έχουν κατοικήσει ποιητές υπάρχουν παντού τα αγάλματα τους; Εν αντιθέσει προς τα ονόματα των δρόμων, με την «διανόηση» μοιάζει να μην έχωμε ανάλογο πληθωρισμό («15.000 δρόμοι» με το όνομα... Καραϊσκάκη στην περιοχή πρωτευούσης, που να βρουν λογαριασμό και άκρη τα ταχυδρομεία;...). Πρέπει να χτυπηθή πολύ κανείς από το καυσαέριο και να καθίση στο παγκάκι να πάρη μιαν ανάσα, για να «εννοήση» τα του... Παλαμά. Αμέσως μόλις σήκωση το κεφάλι, του έρχεται κατακέφαλα το «δίδαγμα»:
«Αυτόν τον λόγο θα σας πω
δεν έχω άλλον κανένα
μεθύστε με τ' αθάνατο
κρασί του εικοσιένα»


Τα ρητά βέβαια, όπως το «μέγα σπέρμα» του Ρήγα επί παραδείγματι, μπαίνουν στα αγάλματα μπροστά. Για να τα μελετά μαζί με το εικονιζόμενο πρόσωπο ο θεατής και με την επενέργεια τής αισθητικής λειτουργίας να «εμβαθύνη» και να «διδάσκεται». Αν και βέβαια τα αγάλματα, εν αντιθέσει προς τις πλάκες των νεκροταφείων, πρέπει μόνο διά της συμβολικής και της αισθητικής των δράσεως να λειτουργούν. Βλέποντας π.χ. κανείς το άγαλμα του Βίκτωρα Εμμανουήλ στην Ιταλία, καταλαβαίνει τόσα περί Έθνους, όσα και αν εδιάβαζε μια βιβλιοθήκη. Αλλά αυτά βέβαια προϋποθέτουν, ότι τα αγάλματα «λειτουργούν», δηλαδή ότι όντως αποτελούν στοιχεία κάποιας συνείδησης έθνους... Αν είναι όλα... Μπουμπουλίνες, αι, τότε βέβαια επείγει να καταπιή κανείς όπως-όπως το «δίδαγμα» σαν χάπι και... δεν πειράζει, ας μην 'δή και καθόλου τον εικονιζόμενο. Ενώ λοιπόν με τα αγάλματα κατευθύνονται οι άνθρωποι προς τα... ρητά, εδώ κατευθύνονται τα «ρητά» προς τους περαστικούς, ακριβώς την ώρα πού θα τους «πιάσουν τα νεφρά» τους απ' την πεζοπορία και θα θελήσουν ν' ανασάνουν, ή όταν θάχουν ραντεβού στο παγκάκι (όποτε η «ιδεολογία» θα τους ενοχλή με τα γνωστά αποτελέσματα...). Και αν τώρα μεθύση κανείς ελαφρώς με το «αθάνατο κρασί» και θελήση να πάη παραπέρα, είναι τότε που γίνεται πραγματικά τύφλα, διότι θα υποχρεωθή να καταβροχθίση οκάδες γλυκισμάτων. Ο «εθνικός μπουφές» είναι βαρύ πράγμα... Στο μέσον του πάρκου ο Περικλής με πέλματα γερά όσο και η «Ιδεολογία» και γάμπες μυκονιάτη ναυτεργάτου επί τουρκοκρατίας. Ως γνωστόν, οι γάμπες (ιδίως στις γυναίκες), τα δάχτυλα και τα αυτιά έχουν άμεση σχέση με το «μέσα είναι» του ανθρώπου... Αφήνομε λοιπόν τον Περικλή με την πίκρα που μας πότισε και προχωρούμε δεξιόθεν.


Αμέσως μπροστά μας το εκκλησάκι — που κάπου εκεί κοντά βέβαια θα έπρεπε να είναι (υπόλειμμα του νοσοκομείου, μια και η «εθνική πολιτική» τα έφερνε πάντα δύσκολα βόλτα με τις ασπιρίνες...) — και λίγο πιο κάτω, στο μέσον, το κυριολεκτικά αχώνευτο «ντεσέρ» της εθνικής μας πανδαισίας: ένα δοχείο από το οποίον βγαίνει μια Αθηνά που μέσα απ' το κεφάλι της βγαίνει ο Παρθενώνας!


Ουδεμία βέβαια αμφιβολία υπάρχει, ότι το άγαλμα έγινε με ό,τι περίσσεψε λογιστικώς από τις... γάμπες του Περικλή. Αλλά ήταν οπωσδήποτε αναπόφευκτο να ορισθή ως αισθητικός σύμβουλος ο προϊστάμενος της κουζίνας τής Λέσχης Αξιωματικών; Δεν θα μπορούσε τελοσπάντων μια άλλη «Patisserie» να προσφέρη κάτι για την τελείωση αυτής της εθνικής δημιουργίας; Το άγαλμα δεν λαθεύει βέβαια στην «συμβολική» υπόσταση του — αυτή της τούρτας για «εθνικές γιορτές» — αλλά, ομολογούμε, «εθνικώς» εξεταζόμενο παρουσιάζει αισθητές ζαχαροπλαστικές ελλείψεις: μέσα από τον Παρθενώνα, έπρεπε να βγαίνη ο Πατριάρχης, μέσα από τον Πατριάρχη ο Παπαφλέσσας κρατώντας το πανώ «αυτοδυναμία»!


Πηγή: "Η ΕΛΛΑΣ ΩΣ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ", Γεράσιμος Κακλαμάνης, Εκδόσεις 21ου Αιώνα, Αθήνα, 1990

1/5/19

«Ο Ελληνισμός επέτυχε ως Γένος αλλ’απέτυχε ως Κράτος»
μια σπάνια συνέντευξη του Οδυσσέα Ελύτη


Σε μια σπάνια συνέντευξη που έδωσε ο Οδυσσέας Ελύτης στον Ρένο Αποστολίδη στην Ἐφημερίδα Ἐλευθερία στις 15 Ιουνίου του 1958, τα λόγια του παραμένουν επίκαιρα.


Ζητεῖται ἡ γνώμη σας, κύριε Ἐλύτη, ἡ ἐντελῶς ἀνεπιφύλακτη καί ἀδέσμευτη, ἐπάνω σέ ὅ,τι θεωρεῖτε ὡς τήν πιό κεφαλαιώδη κακοδαιμονία τοῦ τόπου. Ἀπό τί κυρίως πάσχουμε καί τί πρωτίστως μᾶς λείπει; Ποιά θά ὀνομάζατε «πρώτη μάστιγα» τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς;
Ἀπό τί πάσχουμε κυρίως; Θά σᾶς τό πῶ ἀμέσως: ἀπό μιά μόνιμο, πλήρη, καί κακοήθη ἀσυμφωνία μεταξύ τοῦ πνεύματος τῆς ἑκάστοτε ἡγεσίας μας καί τοῦ «ἤθους» πού χαρακτηρίζει τόν βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ στό σύνολο του!
Ἄ! Ἀρχίσαμε!… Μόνιμος, πλήρης καί κακοήθης ἀσυμφωνία!…
Βεβαίως! Ἀλλ᾿ ἀφῆστε με νά συνεχίσω. Αὐτή ἡ ασυμφωνία δέν εἶναι μιά συγκεκριμένη κακοδαιμονία, εἶναι, ὃμως, μιά αἰτία πού ἐξηγεῖ ὃλες τίς κακοδαιμονίες, μικρές καί μεγάλες, τοῦ τόπου αὐτοῦ. Ἀπό τήν ἡμέρα πού ἔγινε ἡ Ἑλλάδα κράτος ἕως σήμερα, οἱ πολιτικές πράξεις, θά ἔλεγε κανένας, ὅτι σχεδιάζονται καί ἐκτελοῦνται ἐρήμην τῶν ἀντιλήψεων γιά τή ζωή, καί γενικότερα τῶν ἰδανικῶν πού εἶχε διαμορφώσει ὁ Ἑλληνισμός μέσα στήν ὑγιή κοινοτική του ὀργάνωση καί στήν παράδοση τῶν μεγάλων ἀγώνων γιά τήν άνεξαρτησία του. Ἡ φωνή τοῦ Μακρυγιάννη δέν ἔχει χάσει, οὔτε σήμερα ἀκόμη, τήν ἐπικαιρότητά της. Σημειῶστε ὅτι δέν βλέπω τό πρόβλημα ἀπό τήν ἀποκλειστική κοινωνική του πλευρά, οὔτε κάνω δημοκοπία.
Δημοκοπία ἀσφαλῶς ὄχι. Πολιτική, ὅμως, ναί. Τό ἐντοπίζετε, δηλαδή, [τό πρόβλημα] κυρίως μέσα στόν χώρο τῆς πολιτικῆς – ἤ κάνω λάθος; Στό κέντρο μάλιστα τοῦ δικοῦ της χώρου. Ἐκεῖ μᾶς πάει τό πρόβλημα πού θέσατε, τῶν σχέσεων μεταξύ λαοῦ καί ἡγεσίας.
Μά ναί. Γιατί εἶναι βασικό. Εἶναι πρῶτο… κι ἄς εἶμαι ποιητής, ἐγώ πού τό λέω, μακριά πάντα ἀπό τήν «πολιτική». Κοιτάξτε: ὁ λαός αὐτός κατά κανόνα ἐκλέγει τήν ἡγεσία του. Καί ὅμως, ὅταν αὐτή ἀναλάβει τήν εὐθύνη τῆς ἐξουσίας –εἴτε τήν ἀριστοκρατία ἐκπροσωπεῖ εἴτε τήν ἀστική τάξη εἴτε τό προλεταριάτο–, κατά ἕναν μυστηριώδη τρόπο ἀποξενώνεται ἀπό τή βάση πού τήν ἀνέδειξε, καί ἐνεργεῖ σάν νά βρισκόταν στό Τέξας ἤ στό Οὐζμπεκιστάν!
Στό Τέξας καί στό Οὐζμπεκιστάν; Ποιητικές χῶρες!… Ἤ μήπως θέλετε νά πεῖτε: «Σάν νά βρισκόταν στή χώρα τοῦ ἑκάστοτε ρυθμιστικοῦ ‘‘ξένου παράγοντος’’; Τοῦ ἑκάστοτε… ‘‘προστάτου’’ μας;» Μήπως ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔγκειται τό κακό;
Τό εἶπα μέ τρόπο, ἀλλά βλέπω ὅτι τό θέλετε γυμνό. Καί δέν ἔχω ἀντίρρηση νά τό ξαναπῶ φανερά, καί πιό ἔντονα: ἕνας ἀπό τούς κυριότερους παράγοντες τῶν «παρεκκλίσεων» τῆς ἡγεσίας ἀπό τό ἦθος τοῦ λαοῦ μας, εἶναι ἡ ἐκ τοῦ ἀφανοῦς καί ἐκ τῶν ἔξω «προστατευτική» κατεύθυνση. Ἀποτέλεσμα καί αὐτό τῆς ἀπώλειας τοῦ ἕρματος, τῆς «παράδοσης».
Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι στήν ἐποχή μας ἡ ἀλληλεξάρτηση τῶν ἐθνοτήτων εἶναι τόση, πού ἡ πολιτική δέν μπορεῖ ν᾿ ἀγνοήσει, ὥς ἕναν βαθμό, αὐτό πού θά λέγαμε «γενικότερη σκοπιμότητα». Ὅμως, ὑπάρχει τεράστια διαφορά ἀνάμεσα στήν «προσαρμοστική πολιτική» καί στή δουλοπρέπεια! Αὐτό εἶναι τό πιό εὐαίσθητο σημεῖο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, «τό τιμιώτατόν του»! Καί αὐτό τοῦ καταπατοῦν συνεχῶς, κατά τόν ἐξοργιστικότερο τρόπο, οἱ ἐκπρόσωποί του στήν ἐπίσημη διεθνῆ σκηνή!
Κι ὁ «ἐπίσημος» ὅρος τῆς δουλοπρέπειας αὐτῆς, κύριε Ἐλύτη; Μήπως εἶναι ὑποκριτικότερος ἀπ᾿ τό «προσαρμοστική πολιτική»; Ἐξοργιστικότερος;
Δέν μ᾿ ἐνδιαφέρει ὁ ἐπίσημος ὅρος τῆς δουλοπρέπειας. Μ᾿ ἐνδιαφέρει ἡ οὐσία. Κι ἐκεῖνο πού ξέρω εἶναι ὅτι μ᾿ αὐτά καί μ’ αὐτά ἐφτάσαμε σέ κάτι πού θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ὀνομάσω «ψευδοφάνεια». Ἔχουμε, δηλαδή, τήν τάση νά παρουσιαζόμαστε διαρκῶς διαφορετικοί απ’ ὅ,τι πραγματικά εἴμαστε. Καί δέν ὑπάρχει ἀσφαλέστερος δρόμος πρός τήν ἀποτυχία, εἴτε σάν ἄτομο σταδιοδρομεῖς εἴτε σάν σύνολο, ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς γνησιότητας.
Τό κακό πάει πολύ μακριά. Ὅλα τά διοικητικά μας συστήματα, οἱ κοινωνικοί μας θεσμοί, τά ἐκπαιδευτικά μας προγράμματα, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Βαυαρούς, πάρθηκαν μέ προχειρότατο τρόπο ἀπό ἔξω, καί κόπηκαν καί ράφτηκαν ὅπως ὅπως ἐπάνω σ᾿ ἕνα σῶμα μέ ἄλλες διαστάσεις καί ἄλλους ὅρους ἀναπνοῆς.
Ὥστε, λοιπόν, ζητᾶτε «δικούς μας ὅρους ἀναπνοῆς»!
Ναί. Καί δέν πρόκειται βέβαια γιά «προγονοπληξία». Τά λέω, ἄλλωστε, αὐτά ἐγώ πού, σ᾿ ἕναν τομέα ὅπως ὁ δικός μου, κήρυξα μέ φανατισμό τήν ἀνάγκη τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τό διεθνές πνεῦμα, καί πού σήμερα μέ ἐμπιστοσύνη ἀποβλέπω στή διαμόρφωση ἑνός ἑνιαίου εύρωπαϊκοῦ σχήματος, ὅπου νά ἔχει τή θέση της ἡ Ἑλλάδα. Μέ τή διαφορά ὅτι ὁ μηχανισμός τῆς ἀφομοιώσεως τῶν στοιχείων τῆς προόδου πρέπει νά λειτουργεῖ σωστά, καί νά βασίζεται σέ μιά γερή καί φυσιολογικά ἀναπτυγμένη παιδεία. Ἐνῶ σ’ ἐμᾶς, ὄχι μόνον δέν λειτουργεῖ σωστά, ἀλλά δέν ὑπάρχει κἄν ὁ μηχανισμός αὐτός γιά νά λειτουργήσει! Καί μέ τή διαφορά ἀκόμη ὅτι, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ἡ ἡγετική μας τάξη, στό κεφάλαιο τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ἔχει μαῦρα μεσάνυχτα!
Κοιτάξετε μέ προσοχή τά ἔντυπα πού εκδίδει ἡ ἴδια, ἤ πού προτιμᾶ νά διαβάζει, τά διαμερίσματα ὅπου κατοικεῖ, τίς διασκεδάσεις πού κάνει, τή στάση της ἀπέναντι στή ζωή. Οὔτε μιά σταγόνα γνησιότητας! Πῶς θέλετε, λοιπόν, ν᾿ ἀναθρέψει σωστά τή νέα γενιά; Ἀπό τά πρῶτα διαβάσματα πού θά κάνει ἕνα παιδί ὥς τά διάφορα στοιχεῖα πού θά συναντήσει στό καθημερινό του περιβάλλον, καί πού θά διαμορφώσουν τό γοῦστο του, μιά συνεχής καί άδιάκοπη πλαστογραφία καί τίποτε ἄλλο!
Θά μοῦ πεῖτε: εἶσαι λογοτέχνης, καλαμαράς, καί βλέπεις τά πράγματα ἀπό τή μεριά πού σέ πονᾶνε. Ὄχι, καθόλου! Καί νά μοῦ έπιτρέψετε νά ἐπιμείνω. Ὅλα τά ἄλλα κακά πού θά μποροῦσα νά καταγγείλω –ἡ ἔλλειψη οὐσιαστικῆς ἀποκεντρώσεως καί αὐτοδιοικήσεως, ἡ ἔλλειψη προγραμματισμοῦ γιά τήν πλουτοπαραγωγική ἀνάπτυξη τῆς χώρας, ἀκόμη καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀσκεῖται ἡ ἐξωτερική μας πολιτική– εἶναι ζητήματα βαθύτερης ἑλληνικῆς παιδείας!
Ἀπό τήν ἄποψη ὅτι μόνον αυτή μπορεῖ νά προικίσει ἕναν ἡγέτη μέ τήν ἀπαραίτητη εὐαισθησία πού χρειάζεται γιά νά ἐνστερνιστεῖ, καί ἀντιστοίχως νά ἀποδώσει, τό ἦθος τοῦ λαοῦ. Γιατί αὐτός ὁ λαός, πού τήν ἔννοιά του τήν ἔχουμε παραμορφώσει σέ σημεῖο νά μήν τήν ἀναγνωρίζουμε, αὐτός ἔχει φτιάξει ὅ,τι καλό ὑπάρχει – ἄν ὑπάρχει κάτι καλό σ᾿ αὐτόν τόν τόπο! Καί αὐτός, στίς ὧρες τοῦ κινδύνου, καί στό πεῖσμα τῆς συστηματικῆς ἡττοπαθείας τῶν ἀρχηγῶν του, αἴρεται, χάρη σ᾿ ἕναν ἀόρατο, εὐλογημένο μηχανισμό, στά ὕψη πού ἀπαιτεῖ τό θαῦμα!
Ὅσο, λοιπόν, καί ἄν εἶναι λυπηρό, πρέπει νά τό πῶ: ὁ Ἑλληνισμός, γιά τήν ὥρα τουλάχιστον, ἐπέτυχε ὡς γένος, ἀλλ᾿ ἀπέτυχε ὡς κράτος! Καί παρακαλῶ νύχτα μέρα τόν Θεό, καί τό μέλλον, νά μέ διαψεύσουν.
Πρίν κλείσομε, κύριε Ἐλύτη, τη συνέντευξη, κάτι πού ἐθίξατε στήν ἀρχή, τό τῆς παλαιᾶς ὑγιοῦς κοινοτικῆς ὀργανώσεως τοῦ λαοῦ μας, πού ἔχει χαθεῖ πιά, πῶς νομίζετε ὅτι θά μποροῦσε ν’ ἀναβιώσει; «Αν κατεβάλλετο προσπάθεια», πρός ποιά κατεύθυνση;
Σέ μιάν ἀναβίωση αὐθεντική δέν εἶναι δυνατόν πιά νά ἐλπίζουμε – ἀλίμονο! Ἑκατόν τριάντα καί πλέον ἔτη ἀχρησίας εἶναι ἀρκετά γιά ν᾿ ἀτροφήσουν ἀκόμη καί οἱ πιό ζωντανοί θεσμοί. Ὡστόσο, ὑπάρχει τρόπος νά πλησιάσουμε, μέ σωφροσύνη καί μελέτη, στή λύση τοῦ προβλήματος, καί αὐτό σαφώς πρός τήν πλευρά τῆς αὐτοδιοικήσεως, μέ τήν πιό αὐστηρή της ἔννοια.
Δέν εἶμαι ἀρμόδιος βέβαια νά σᾶς προτείνω σχέδια. Θά ἤθελα μόνο νά κάνω δύο παρατηρήσεις: ἡ μία εἶναι ὅτι κάθε ἀπόπειρα πρός τήν κατεύθυνση αὐτή θά πρέπει νά βασιστεῖ στή φυσική καί ἱστορική διαίρεση τῆς χώρας σέ μεγάλα διαμερίσματα, πού εἶναι μιά πραγματικότητα δοσμένη, καί ὄχι στή θεωρητική τῆς γεωοικονομίας, ὅπως ἄκουσα νά ὑποστηρίζεται ἀπό πολλούς. Θά εἶναι μεγάλο σφάλμα νά παραγνωριστοῦν οἱ ψυχολογικοί παράγοντες, ἀπό τούς ὁποίους πολλές φορές ἐξαρτᾶται τό μεγαλύτερο μέρος της ἐπιτυχίας.
Ἡ ἄλλη παρατήρηση εἶναι ὅτι τά μεγάλα αὐτά διαμερίσματα (μέσα στά ἑλληνικά μέτρα πάντοτε) θά πρέπει νά ὑποδιαιρεθοῦν σέ πολλές μικρές μονάδες, στενότερες καί ἀπό τήν ἐπαρχία, μέ ἀρχές δικές τους καί μέ τή δυνατότητα γιά κοινοπραξίες, προπάντων σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τή γεωργία. Γιατί ὁ πρῶτος ἀντικειμενικός σκοπός εἶναι νά λυτρωθεῖ ὁ πολίτης ἀπό τό «ταμπού» τῆς ἐξουσίας! Καί θά λυτρωθεῖ μόνον ἄν ἔχει τρόπο νά παρακολουθεῖ ἀπό κοντά ποῦ καί πῶς ἀξιοποιοῦνται οἱ θυσίες του, οἰκονομικές καί ἄλλες, πού σήμερα καταβροχθίζονται ἀπό ἕνα μακρινό καί ἀόρατο Φάντασμα.